Ορθόδοξες ανθοδέσμες - Greek Flowers of Orthodoxy 18

 https://theflowersoforthodoxy.blogspot.com

The Flowers of Orthodoxy

Ορθοδοξία







Ορθόδοξες ανθοδέσμες


Greek Flowers of Orthodoxy 18


ORTHODOX CHRISTIANITY – MULTILINGUAL ORTHODOXY – EASTERN ORTHODOX CHURCH – ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ – ​SIMBAHANG ORTODOKSO NG SILANGAN – 东正教在中国 – ORTODOXIA – 日本正教会 – ORTODOSSIA – อีสเทิร์นออร์ทอดอกซ์ – ORTHODOXIE – 동방 정교회 – PRAWOSŁAWIE – ORTHODOXE KERK -​​ නැගෙනහිර ඕර්තඩොක්ස් සභාව​ – ​СРЦЕ ПРАВОСЛАВНО – BISERICA ORTODOXĂ –​ ​GEREJA ORTODOKS – ORTODOKSI – ПРАВОСЛАВИЕ – ORTODOKSE KIRKE – CHÍNH THỐNG GIÁO ĐÔNG PHƯƠNG​ – ​EAGLAIS CHEARTCHREIDMHEACH​ – ​ ՈՒՂՂԱՓԱՌ ԵԿԵՂԵՑԻՆ​​ / Abel-Tasos Gkiouzelis - https://theflowersoforthodoxy.blogspot.com - Email: gkiouz.abel@gmail.com - Feel free to email me...!

♫•(¯`v´¯) ¸.•*¨*
◦.(¯`:☼:´¯)
..✿.(.^.)•.¸¸.•`•.¸¸✿
✩¸ ¸.•¨ 



https://greekflowersoforthodoxy1.blogspot.com
 - Ορθόδοξες ανθοδέσμες
https://greekflowersoforthodoxy2.blogspot.com - Θεία Εξομολόγηση
https://greekflowersoforthodoxy3.blogspot.com - Μεταστροφές στην Ορθόδοξη Πίστη και ζωή
https://greekflowersoforthodoxy4.blogspot.com - Μεταστροφές στην Ορθόδοξη Πίστη και ζωή
https://greekflowersoforthodoxy5.blogspot.com - Μεταστροφές από τον Ρωμαιοκαθολικισμό στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy7.blogspot.com - Ορθόδοξη Αφρική - NEW
https://greekflowersoforthodoxy8.blogspot.com - Η Ορθοδοξία στις ΗΠΑ - NEW
https://greekflowersoforthodoxy9.blogspot.com - Ορθόδοξη Αμερική - NEW
https://greekflowersoforthodoxy11.blogspot.com - Μεταστροφές από τον Ιουδαϊσμό στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy12.blogspot.com - Ορθόδοξη Δυτική Ευρώπη - NEW
https://greekflowersoforthodoxy13.blogspot.com - Ορθόδοξη Σκωτία - NEW
https://greekflowersoforthodoxy14.blogspot.com - Ορθόδοξη Αγγλία - NEW
https://greekflowersoforthodoxy15.blogspot.com - Ορθόδοξη Ουαλία - NEW
https://greekflowersoforthodoxy16.blogspot.com - Ορθόδοξη Ιρλανδία - NEW
https://greekflowersoforthodoxy17.blogspot.com - Ορθόδοξες ανθοδέσμες
https://greekflowersoforthodoxy18.blogspot.com - Ορθόδοξες ανθοδέσμες
https://greekflowersoforthodoxy19.blogspot.com - Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς
https://greekflowersoforthodoxy20.blogspot.com - Μεταστροφές από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy21.blogspot.com - Μεταστροφές από τον Προτεσταντισμό στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy22.blogspot.com - Μεταστροφές από την ειδωλολατρεία (Ινδουϊσμό, κλπ.) στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy23.blogspot.com - Ποιήματα haiku & άλλα...
https://greekflowersoforthodoxy24.blogspot.com - Συναξαριστής Κελτών Αγίων και Πάντων των Αγίων




<>







Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ἄν εἶσαι καλός καί σέ ἀδικοῦν, αὐτό εἶναι ὁ ἁγιασμός σου. Ἄν δέν εἶσαι καλός, εἶναι ἡ σωτηρία σου»(ΛΕ 42).

<>


Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ὅταν ἔχης ἔνα ἀγαπητό πρόσωπο, χάριν αὐτοῦ ἀγαπᾶς καί τούς φίλους του. Ἀφοῦ, λοιπόν, ἀγαπᾶς τό Θεό, ἀγαπᾶς καί ὄλα τά πλάσματά Του καί τά δημιουργήματά Του· λυπᾶσαι ἀκόμη καί τά φύλλα τοῦ δένδρου»(ΛΕ 84).


<>


Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Στήν Καψάλα εἶχα συναντήσει τό Γέρο-Μηνᾶ, πού ἔλεγε: “Τέλω νά πετάνω”. Μέσα στό κελλί του ἔτρεχε νερό. Ζοῦσε μέσα στήν ὑγρασία. Πῶς νά μήν ἀναπαύση ὁ Θεός αὐτές τίς ψυχές, πού ἔκαναν τόσα για τήν ἀγάπη Του, καί πῶς νά μήν τούς δώση τόν Παράδεισο!»(ΛΕ 107).


<>


Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης λέει ὅτι ὁ ζωγράφος ὅσο περισσότερο παρατηρεῖ μία εἰκόνα, τόσο καλύτερα ἐπιτυγχάνει τίς λεπτομέρειες. Ὁμοίως καί ὁ ἄνθρωπος, ὅταν προσβλέπη συνεχῶς στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, στόν Ἴδιο τό Θεό, δέχεται μέ τό πινέλο τοῦ Ἁγ. Πνεύματος τόν ἐξωραϊσμό τῆς θείας εἰκόνας του»(ΛΕ 115).


<>


Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ἐμεῖς ἔχουμε ἕνα δωματιάκι πολύ μικρό καί μία πορτούλα πολύ κλειστή. Ἐκεῖ μέσα κρύβουμε κάτι. Συγρίνουμε τόν ἑαυτό μας μέ τούς ἄλλους, καί ὄχι μέ τούς Ἁγίους. Μᾶς περνᾶ καμμιά φορά κι ὁ λογισμός ὅτι ἐγώ εἶμαι καλύτερος ἡγούμενος ἀπ᾽ τόν τάδε ἤ καλύτερη μοναχή ἀπ᾽ τή δεῖνα. Δέν φανερώνουμε τό λογισμό, ἀλλά τόν κλείνουμε μέσα μας τόν διατηροῦμε, ὅμως!
Πρέπει νά τό φανερώσουμε, νά τόν ἀχρηστεύσουμε. Νά ποῦμε στόν ἑαυτό μας: “Εἶσαι ἑπτά φορές χειρότερος ἀπ᾽ τούς ἄλλους”. Λοιπόν, ἄς συγκρίνουμε τόν ἑαυτό μας μέ τούς Ἁγίους, γιά νά ταπεινωθοῦμε»(ΛΕ 118).


<>



Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Θυμᾶμαι τήν Ἰσμήνη, πού ἔπασχε ἀπό φυματίωσι καί ἔκανε πολλές αἱμοπτύσεις. Πρίν τό τέλος της, προσευχόταν καί ἔλεγε: “Κύριε, Σέ παρακαλῶ, νά μέ παρηγορήσης λίγο, καί μετά ἄς μοῦ παραχωρήσης πάλι τόν ἀγῶνα”»(ΛΕ 132).



<>



Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ὅπως πιάνεται τό ράσο μας κάπου, καί δέν μποροῦμε νά προχωρήσουμε, ἔτσι πιανόμαστε ἀπό ἕνα λόγο τοῦ ἀδελφοῦ, πού μᾶς ἔθιξε τόν ἐγωϊσμό, καί ξεχνᾶμε τόν προορισμό μας»(ΛΕ 184).


<>



Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ἕνα βράδυ μίλησα στό Θεό προσωπικά· στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Εἶδα ἀμέσως τά ἀποτελέσματα τῆς πληρότητος τῆς ἐμπιστοσύνης.
Ὅταν τοῦ μιλήσουμε ἔτσι, ὁ Θεός πάντοτε μᾶς κάνει τή χάρι. Ἕνα βράδυ στάθηκα νά Τοῦ μιλήσω χωρίς ἐνδοιασμούς πλέον, χωρίς παραπετάσματα, ἀνοικτά. Στάθηκα νά πλησιάσω τό βλέμμα μου —ἐγώ ὁ ἀνάξιος— κοντά στό θεῖο βλέμμα Του. Κάι μίλησα γιά τόν ἑαυτό μου, πού τόν γνωρίζει, καί ζήτησα νά μοῦ κάνη μία χάρι.
Ἤθελα νά ζητήσω συγχώρησι ἀπ᾽ τή μάνα μου, διότι ἀπό ἄκαιρο ζῆλο ξενιτείας τῆς ἔδειχνα σκληρή συμπεριφορά. Ὅταν ἤμουν κληρικός στά Μέγαρα, τή μάλλωνα πολλές φορές καί μετά μέσα μου εἶχα ἔλεγχο. Ἐνῶ ἐκείνη ἔδινε καί τήν ψυχή της γιά μένα, ἐγώ τήν πίκραινα. Μετά, γιά 35 χρόνια δέν εἶχα ἀνάπαυσι.
Στάθηκα, λοιπόν, ἕνα βράδυ καί λέω στό Χριστό: “Ἐσύ, πού βλέπεις τούς διαλογισμούς τῶν ἀνθρώπων, καί γνωρίζεις τούς δικούς μου καί τῆς μάνας μου, δέν τῆς λές, Σέ παρακαλῶ, ὅτι ἔχω μετανοήσει καί ζητῶ συγγνώμη;”.
Ὁ Κύριος μοῦ ἔκανε τή χάρι. Μέ παίρνει ὁ ὕπνος καί βρίσκομαι μέσα σέ μία πεδιάδα· καί ἐρχόταν ἡ μάνα μου μέ τό ἄσπρο μανδήλι της ὁλοκάθαρη, καί τήν ἐνηγκαλίσθηκα. Ὕστερα ἀναχώρησε, διότι δέν μποροῦσε νά μείνη ἄλλο. Λοιπόν, ἄν ἦταν ἐδῶ καί τῆς ζητοῦσα συγγνώμη, δέν θά εἶχα ἀναπαυθῆ τόσο! Μετά ἀπ᾽ αὐτό, πού ἐπέτρεψε ὁ Θεός γιά νά μέ ἀναπαύση, ἔφυγε ἀπ᾽ τήν ψυχή μου κάθε ἔλεγχος, πού μέ ταλαιπωροῦσε 35 χρόνια.
Ὅταν μιλήσουμε προσωπικά στό Θεό, δέν μᾶς χαλάει χατήρι. Ἄν καί ἐγώ εἶμαι ἀνάξιος, μοῦ ἔκανε αὐτή τή Χάρι»(ΛΕ 192).


<>



Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ὁ π. Πορφύριος στήν τελευταία μας συνάντησι ἔκλαιγε.
—Γιατί κλαῖτε, Γέροντα;
—Γιατί δέν ἀγάπησα ὅσο πρέπει τό Θεό. Τόν παρακαλῶ νά μέ κάνη νά Τόν ἀγαπήσω.
Καί σέ λίγες μέρες πῆγε στό Ἅγ. Ὄρος καί κοιμήθηκε. Ἔβλεπε ὅλο τό σύμπαν, μετέβαινε στά βάθη τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, γνώριζε τό παρελθόν καί τό μέλλον, καί ἔκλαιγε, ἐπειδή δέν εἶχε ἀγαπήσει τό Θεό»(ΛΕ 212).


<>




Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Προχθές πέρασα μία νύχτα μαρτυρική. Θυμήθηκα κάποιο Γερμανό στήν Κατοχή, πού βασάνιζε ἕνα πατριώτη. Θυμήθηκα καί τά ἄλλα μαρτύρια πού ἔκαναν στούς Ἕλληνες, καί ἔνοιωσα μέσα μου ἀγανάκτησι κάι ἀπέχθεια.
—Μπά!, λέω, πῶς μοῦ ἦρθε τόση κακία; Ἄς στραφῶ στό Θεό, νά μαλακώση ἠ ψυχή μου. Ἄρχισα νά προσεύχωμαι καί εἶπα στόν ἑαυτό μου: “Συγχώρησον, ψυχή μου. Ἐχθροί εἶναι, ἀλλά ὁ Θεός δέν θέλει τό μίσος”... καί εἰρήνευσα»(ΛΕ 221).



<>



Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης: «Ὅσο πιό ἁγνή εἶναι μιά καρ­διά, τόσο πιό με­γά­λη καί ἀνοι­χτή εἶναι καί βρί­σκει εὐ­κο­λό­τε­ρο χῶρο γιά νά βά­λη πε­ρισ­σό­τε­ρους μέσα. Ὅσο πιό ἁμαρ­τω­λή εἶναι, τόσο πε­ρισ­σό­τε­ρο σφίγ­γε­ται, κλεί­νει καί ἔτσι μόνο λί­γους μπο­ρεῖ νά χω­ρέ­ση»(https://www.rimata-zois.gr).


<>




Ἅγ. Ἀνατόλιος τῆς Optina: «Εἴμα­στε ὑπο­χρε­ω­μέ­νοι νά ἀγα­πού­με τούς πάν­τες, ἀλλά δέν πρέ­πει νά ἀπαι­τοῦμε νά μᾶς ἀγα­ποῦν ὅλοι»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



Γέρονας Ἐφραίμ τῆς Σκήτης τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέα: «Ἀγαπῶ τόν ἑαυ­τόν μου, ση­μαί­νει σώζω τόν ἑαυ­τό μου, ση­μαί­νει ὅτι ἐφαρ­μό­ζω τίς ἐν­το­λές τοῦ Χρι­στοῦ καί ὅτι βρί­σκο­μαι ἐν με­τα­νοία. Ἄν, ὅμως, δέν ἀγα­πῶ ἔτσι τόν ἑαυ­τό μου, τότε δέν μπο­ρῶ νά ἀγα­πή­σω τόν πλη­σί­ον μου πνευ­μα­τι­κά καί ἡ ἀγά­πη μου εἶναι σαρ­κι­κή καί συμ­φε­ρον­το­λο­γι­κή»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



Ἅγ. Ἀμφιλόχιος τοῦ Pochaiv: «Ἡ ἀγά­πη, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη μας»(https://www.rimata-zois.gr).



<>




Γέροντας Θαδδαίος τῆς Vitovnica: «Σέ ἔρευ­να πού ἔγι­νε στήν Ἀμε­ρι­κή, χώ­ρι­σαν σέ δύο ὁμά­δες κά­ποια ἄτο­μα. Στή μία ὁμά­δα ἀνῆ­καν τά ἄτο­μα πού ἀγα­πᾶ­νε τά φυτά καί στήν ἄλλη ὁμά­δα τά ἄτο­μα πού ἦταν ἀδιά­φο­ρα γι᾽ αὐτά. Ἔδω­σαν σέ κάθε ὁμά­δα νά προ­σέ­χη κά­ποια λου­λού­δια. Τό ἀπο­τέ­λε­σμα ἦταν, πώς τά λου­λού­δια πού ἔπαιρ­ναν σκέ­ψεις ἀγά­πης, ἀνα­πτύ­χθη­καν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπό τά ἄλλα!...»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Εἶπε Γέρων: «Νομί­ζω, ὅτι στήν πραγ­μα­τι­κή ἀγά­πη, χρειά­ζε­ται μιά βα­ριο­πού­λα καί ἕνα φτυά­ρι... Μέ τή βα­ριο­πού­λα σπᾶ­με τόν ἐγωι­σμό μας καί μέ τό φτυά­ρι τόν πε­τᾶ­με μα­κρυά...»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Δημήτριος Παναγόπουλος: «Αὐτός πού πραγ­μα­τι­κά ἀγα­πᾶ δέν βα­σα­νί­ζει τόν ἄλ­λον, ἀλλά βα­σα­νί­ζε­ται αὐ­τός γιά τόν ἄλ­λο»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



«Τό δέν­τρο ρί­χνει τή σκιά του καί σέ αὐ­τούς πού τό ρα­βδί­ζουν»(https://www.rimata-zois.gr).


<>




«Μερι­κούς ἀν­θρώ­πους πρέ­πει νά τούς ἀγα­πά­με ἀπό μα­κρυά, για­τί εἶναι σάν τούς σκαν­τζό­χοι­ρους, πού ἄν τούς ἀγ­κα­λιά­σου­με, θά πλη­γω­θοῦμε...»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



«Μπο­ρεῖς νά δί­νης χω­ρίς ἀγά­πη, ἀλλά δέν μπο­ρεῖς νά ἀγα­πᾶς χω­ρίς νά δί­νης»(https://www.rimata-zois.gr).


<>




«Ἄν σοῦ ἀρέ­ση τό λου­λού­δι τό κό­βεις. Ἄν τό ἀγα­πᾶς, τό πο­τί­ζεις κάθε μέρα»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



«Ὅποιος ἀγα­πά­ει τό τριαν­τά­φυλ­λο, ἀγα­πά­ει καί τά ἀγ­κά­θια του»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Μητροπολίτης Σισανίου καί Σιατίστης Παῦλος: «Πνευ­μα­τι­κή ζωή δέν ση­μαί­νει καλή συμ­πε­ρι­φο­ρά, ἀλλά πα­ρου­σία τοῦ Ἁγ. Πνεύ­μα­τος στή ζωή τοῦ ἀν­θρώ­που»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Ἡ Χάρι τοῦ Ἁγ. Πνεύ­μα­τος εἶναι φω­τιά. Ἡ φω­τιά δια­τη­ρεῖται μέ ξύλα. Ξύλα πνευ­μα­τι­κά, εἶναι ἡ προ­σευ­χή»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης: «Χρι­στέ μου, τά κου­λού­ρια σου είἶναι πολύ νό­στι­μα, ἀλλά τά που­λᾶς πολύ ἀκρι­βά...»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Σωφρόνιος τοῦ Essex: «Ὁ κα­θέ­νας ἀπό μᾶς πρέ­πει νά ἔχει τήν ἀγά­πη πού ἔχει ἡ μη­τέ­ρα. Ἀκόμη καί ἄν τά παι­διά της ἐπα­να­στα­τή­σουν, τά ἀγα­πᾶ ὅλα»(https://www.rimata-zois.gr).
Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος: «Ἡ τέ­λεια ἀγά­πη, σάν καυ­στι­κή φλό­γα κα­τα­καί­ει κάθε αἰ­σχρή ἐπι­θυ­μία»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης: «Αὐτή ἡ κά­θαρ­σι, αὐ­τός ὁ φω­τι­σμός, τόν ὁποῖ­ο θά πά­ρης δια­βά­ζον­τας τή Θεία Γραφή, θά σοῦ κρα­τή­ση ὅλη τήν ἡμέ­ρα καί τή νύ­χτα»(https://www.rimata-zois.gr).



<>





Ἅγ. Νικόλαος Velimirović: «Εἶναι, λοι­πόν, πε­ρί­ερ­γο πού οἱ ἄν­θρω­ποι δέν ἀγα­ποῦν τούς εχθρούς τους, ὅταν δέν ξέ­ρουν νά ἀγα­ποῦν, οὔτε τούς φί­λους τους; Εἶναι πα­ρά­ξε­νο νά μήν μπο­ρῆ νά δια­βά­ση βι­βλία τό παι­δί, πού δέν ἔμα­θε τήν ἀλ­φά­βη­το; Πῶς μπορεῖ νά ἀγα­πή­σει ὁ ἄν­θρω­πος τόν ἀπό­μα­κρό του, ὅταν δέν μπορεῖ νά ἀγα­πή­ση τόν πλη­σί­ον του;»(https://www.rimata-zois.gr).







<>


«Ἀναφέρεται ὅτι, ὅταν εἶχε ἐκδηλωθῆ φιλονικία γιά τήν κυριότητα τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου (τοῦ Ἁγ. Μακαρίου Νοταρᾶ Μητροπολίτη Κορίνθου) ἡ Ἀγγελική Γκιουβέτση βρισκόταν κάποια ἡμέρα στό ναό. Εἶδε, λοιπόν, τήν Ἀσημιώ Μπριλῆ νά ἐπιχειρῆ νά ἀποσπάση τό κλειδί τοῦ ναοῦ· τότε τῆς ἐπιτέθηκε, τήν τράβηξε μέ ὁρμή μέ ἀποτέλεσμα νά σχισθῆ τό φόρεμά της. Τό γεγονός αὐτό ἔφθασε στήν αἴθουσα τοῦ δικαστηρίου, διότι ἡ Ἀσημιώ κατέθεσε μήνυσι ἐναντίον τῆς Ἀγγελικῆς. Τήν ὥρα τῆς ἐκδικάσεως τῆς ὑποθέσεως ἐκλήθη καί ἡ κατηγοροῦσα Ἀσημιώ νά περιγράψη τό γεγονός. Ἐκεῖνη, ὅμως, δέν ἐνθυμεῖτο γιατί βρισκόταν στό δικαστήριο. Παρά τίς προσπάθειες τοῦ συνηγόρου της καί τοῦ Προέδρου κατέστη ἀδύνατον νά ἐνθυμηθῆ τήν αἰτία τῆς παρουσίας της στό δικαστήριο. Ἡ δίκη προφανῶς διεκόπηκε καί ἠ κατηγορουμένη ἀπηλλάγη.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς Μητροπολίτης Κορίνθου ἔκανε τό θαῦμα του»(ΧΑ, 251).


<>



«Σέ μία φυλή Ἰνδιάνων, κάποιος ἔκλεβε κοτόπουλα. Ὁ ἀρχηγός διέταξε ὅτι ἄν πιαστῆ ὁ παραβάτης νά χτυπιόταν μέ 10 μαστιγιές.
Ὅταν ἡ κλοπή συνεχίστηκε τό ἀνέβασε σέ 20 μαστιγιές. Παρόλο αὐτά τά κοτόπουλα ἐξαφανίζονταν μεθοδικά.
Γεμάτος θυμό, ὁ ἀρχηγός ἀνέβασε τήν ποινή σέ 100 μαστιγιές μία σίγουρη ποινή θανάτου.
Ὁ κλέφτης τελικά πιάστηκε. Ἀλλά ὁ ἀρχηγός βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ ἕνα τρομερό δίλημμα. Ὁ κλέφτης ἦταν ἡ ἴδια του ἡ μητέρα.
Ὅταν ἦρθε ἡ μέρα τῆς ἐκτελέσεως τῆς ποινῆς, συγκεντρώθηκε ὁλόκληρη ἡ φυλή. Θά ὑπερίσχυε ἡ ἀγάπη τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς δικαιοσύνης;
Τό πλῆθος παρακολουθοῦσε μέ κομμένη τήν ἀνάσα ὅταν διέταξε νά δεθῆ ἡ μητέρα του στόν πάσαλο τῶν μαστιγώσεων.
Ὁ ἀρχηγός ἔβγαλε τό πουκάμισό του, ἀποκαλύπτοντας τό δυνατό ἀνάστημά του, καί πήρε τό μαστίγιο στό χέρι.
Ἀλλά ἀντί νά τό σηκώση καί νά χτυπήση τήν πρώτη μαστιγιά, τό ἔδωσε σέ ἕνα δυνατό νεαρό Ἰνδιάνο πού στεκόνταν στό πλευρό του.
Ἀργά ὁ ἀρχηγός πλησίασε τή μητέρα του καί τήν ἔσφιξε μέ τά δυνατά του χέρια μέσα στήν ἀγκαλιά του. Κυκλώνοντάς τήν ὁλοσχερῶς!
Ὕστερα διέταξε τό νεαρό νά χτυπήση μέ 100 μαστιγιές.
Αὐτό ἀκριβῶς ἔκανε καί ὁ Ἰησούς Χριστός γιά ὅλους μας.
Γεμάτος ἀγάπη ἔγινε ὁ δικός μας ἀντικαταστάτης καί πέθανε στή δικιά μας θέσι.
Ὑπερνίκησε τήν ἀνικανότητά μας νά σώσουμε τούς ἐαυτούς μας πληρώνοντας Αὐτός τό ἀντίτιμο γιά τίς ἁμαρτίες μας»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).

<>







«Κάποτε ἕνας Προτεστάντης εἶπε σ᾽ ἕνα Ὀρθόδοξο ἰερέα:
—Εμείς κάνουμε ὀρφανοτροφεία, γηροκομεῖα, συναυλίες, ἐλεημοσύνες. Ἐσείς οἱ Ορθόδοξοι τί κάνετε;
Και τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος:
—Θ. Λειτουργία! Πού γεμίζει δωρεάν τόν Παράδεισο καί ἀδειάζει τήν κόλασι!
Αὐτό κάνει ἡ Ἐκκλησία, ἀδειάζει τήν κόλασι καί γεμίζει τόν Παράδεισο.
Συντηρεῖ τόν κόσμο κάνοντας Θ. Λειτουργία!
Ἀγρυπνάει τή μέρα, ἀγρυπνάει καί τή νύχτα.
Κάθε νύχτα αἰῶνες τώρα.
Πόσοι Ἅγιοι βγαίνουν ἀπ᾽ τά εἰκονοστάσια τους καί συντρέχουν τούς ἀνθρώπους!
Πόσα Μοναστήρια λειτουργοῦν ὁλονύκτιες λειτουργίες!
Πόσα χέρια σηκώνονται καί πόσα δάκρυα χύνονται ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου!»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>






Ἅγ. Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «Ἄς μή θλιβόμαστε γιά τήν ἀπώλεια περιουσιῶν· αὐτό εἶναι ἀσήμαντο πράγμα. Αὐτό τό ἔμαθα κιόλας ἀπ᾽ τόν κατά σάρκα πατέρα μου. Ὅταν συνέβαινε κάτι κακό στό σπίτι, αὐτός ἔμενε ἤρεμος. Μετά τήν πυρκαγιά τοῦ ἔλεγαν μέ συμπόνια:
—Κάηκες, Ἰβάν Πετρόβιτς.
Κι ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε:
—Ὁ Θεός θά δώση νά διορθωθοῦν τά πράγματα.
Μιά φορά περνούσαμε κοντά ἀπ᾽ τό χωράφι μας κι ἐγώ τοῦ εἶπα:
—Κοίταξε, μᾶς κλέβουν τά δεμάτια.
Καί αὐτός λέει:
—Ἔ, παιδί μου, ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ἀρκετό ψωμί. Αὐτός πού κλέβει, σημαίνει πώς ἔχει ἀνάγκη.
Πολλές φορές τοῦ ἔλεγα:
—Δίνεις πολλή ἐλεημοσύνη. Ἄλλοι, ὅμως, πού εἶναι πλουσιότεροι ἀπό μᾶς, δίνουν λιγότερα.
Και αὐτός μου ἀπαντούσε:
—Ἔ, παιδί μου, ὁ Κύριος θά μᾶς δώση.
Καί ὁ Κύριος δέν διέψευσε τήν ἐλπίδα του»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).



<>






π. Ἀρσένιος Γκέλιας: «Δώρισε χαμόγελα, δώρισε ἀγάπη, δώρισε ἕνα λόγο καλό καί ἀγαθό, δώρισε τή διακονία σου, δώρισε συγχώρεσι, δώρισε κατανόησι, δώρισε ὑπομονή, δώρισε ὑπακοή, δώρισε ἐλεημοσύνη, δώρισε εὐτυχία, δώρισε τόν ὦμο σου σέ κάποιον γιά νά κλάψη καί λάβε τό δῶρο τής εὐλογίας ἀπ᾽ τό Θεό. Ὅσο περισσότερο δίνεις τόσα περισσότερα παίρνεις ἀπ᾽ τό Θεό. Ὄχι γιατί θέλει νά σοῦ δώση ἀνταμοιβή ἀλλά γιά νά γίνεσαι δυνατότερος καί νά δωρίζης περισσότερα καί νά κάνης τόν συνάνθρωπό σου πιό εὐτυχισμένο, καλύτερο ἄνθρωπο καί νά τόν ὁδηγῆς νά μιμῆται τό παράδειγμα σου»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





Ἅγ. Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «Εἶμαι μεγάλος ἁμαρτωλός, καί ὄμως εἶδα τήν ἄμετρη ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά μένα.
Ἀπ᾽ τά παιδικά μου χρόνια προσευχόμουν γιά ὄσους μέ πρόσβαλλαν καί ἔλεγα: “Κύριε, μή τούς καταλογίσεις ἁμαρτίες γιά ὄσα μου κάνουν”.
Ἀλλά, ἄν καί μοῦ ἄρεσε νά προσεύχομαι, δέν ἀπέφυγα τήν ἁμαρτία.
Ὁ Κύριος, ὄμως, δέν θυμήθηκε τίς ἁμαρτίες μου καί μου ἔδωσε ἀγάπη γιά τούς ἀνθρώπους.
Ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ νά σωθῆ ὅλη ἡ οἰκουμένη, νά εἰσέλθουν ὅλοι στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, νά δοῦν τή δόξα τοῦ Κυρίου καί νά ἀπολαύσουν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Κρίνω ἀπ᾽ τόν ἑαυτό μου: Ἄν ὁ Κύριος ἀγάπησε ἐμένα τόσο πολύ, αὐτό σημαίνει ὅτι ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς, ὅπως ἀγάπησε καί ἐμένα.
Ὤ, ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου!
Δέν ἔχω δυνάμεις νά τήν περιγράψω, γιατί εἶναι ἄπειρα μεγάλη καί θαυμαστή...
Νά θυμᾶσαι καί νά φοβᾶσαι δύο λογισμούς:
Ὁ ἕνας λέει: Εἶσαι ἅγιος,
κι ὁ ἄλλος: δέν θά σωθῆς.
Κι οἱ δυό λογισμοί προέρχονται ἀπ᾽ τόν ἐχθρό (δηλ. τό διάβολο) καί δέν ἔχουν ἀλήθεια μέσα τους.
Ἐσύ ὅμως νά σκέφτεσαι: Ἐγώ εἶμαι μεγάλος ἁμαρτωλός, ἀλλά ὁ σπλαχνικός Κύριος ἀγαπᾶ πολύ τούς ἀνθρώπους καί θά συγχωρήση σ᾽ ἐμέ τίς ἁμαρτίες μου.
Πονηροί λογισμοί καταπονοῦν τήν ὑπερήφανη ψυχή, κι ἄν δέν ταπεινωθῆ, δέν θά βρῆ ἀνάπαυσι ἀπ᾽ αὐτούς»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).

<>





«Μιά δασκάλα σκέφτηκε νά βάλη τούς μαθητές στήν τάξι της νά παίξουν ἕνα παιχνίδι.
Εἶπε λοιπόν στά παιδιά, νά φέρει τό κάθ᾽ ἕνα, μιά πλαστική σακούλα, πού θά περιέχη μέσα μερικές πατάτες.
Σέ κάθε πατάτα θά δώση ἕνα ὄνομα ἀπ᾽ τούς ἀνθρώπους τούς ὁποίους μισεῖ.
Ἔτσι, ὁ ἀριθμός τῶν πατατῶν πού κάθε παιδί θά ἔβαζε στή σακούλα του θά ἦταν ἀνάλογος τῶν ἀνθρώπων πού μισεῖ.
Τήν ἄλλη μέρα κάθε παιδί, ἔφερε ἀπό μιά σακούλα μέ πατάτες, μέ τό ὄνομα τῶν ἀνθρώπων πού μισοῦσαν, γραμμένο πάνω σέ κάθε πατάτα.
Κάποια παιδιά εἶχαν δύο πατάτες μέσα στή σακούλα, ἄλλα τρεῖς, ἄλλα πέντε καί ἄλλα περισσότερες.
Ἡ δασκάλα εἶπε μετά στά παιδιά, νά κουβαλοῦν γιά μερικές μέρες μαζί τους τήν πλαστική σακούλα μέ τίς πατάτες, ὄπου καί ἄν πηγαίνουν.
Ὕστερα ἀπό κάποιες μέρες, τά παιδιά ἄρχισαν νά διαμαρτύρονται, λόγῳ τῆς δυσάρεστης ὀσμῆς πού ἄφηναν οἱ πατάτες οἱ οποῖες ἄρχισαν νά σαπίζουν.
Ἄλλωστε, αὐτοί πού εἶχαν περισσότερες πατάτες στή σακούλα, ἔπρεπε νά ἀντέξουν ἐπιπλέον καί τό μεγαλύτερο βάρος τους.
Ὅταν τό παιχνίδι τελείωσε, τά παιδιά ἀνακουφίστηκαν ἀφοῦ ἀπαλλάχτηκαν ἀπ᾽ τό βάρος ἀλλά καί ἀπό τή δυσοσμία τῶν χαλασμένων πατατῶν.
Ἡ δασκάλα ρώτησε τά παιδιά:
—Πῶς αἰσθανθήκατε κατά τή διάρκεια τοῦ παιχνιδιού;
Τά παιδιά διαμαρτυρήθηκαν γιά τό γεγονός ὅτι ἔπρεπε νά κουβαλοῦν παντοῦ μιά τσάντα μέ πατάτες καί μάλιστα χαλασμένες μέ ἄσχημη μυρωδιά...
Στή συνέχεια, ἡ δασκάλα τούς ἀποκάλυψε τό κρυμμένο νόημα πίσω ἀπ᾽ τό παιχνίδι:
Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει ὅταν ἔχετε μίσος γιά κάποιον μέσα στήν καρδιά σας.
Ἡ δυσωδία ἀπ᾽ τό μίσος θά φωλιάση στήν ψυχή σας καί θά τό μεταφέρετε μαζί σας ὄπου κι ἄν πάτε συνεχῶς.
Ἄν δέν μπορῆτε νά ἀνεχθῆτε τή μυρωδιά τῶν σάπιων πατατῶν γιά μερικές μόνο μέρες, μπορεῖτε νά φανταστῆτε πῶς εἶναι νά ἔχετε τή δυσωδία τοῦ μίσους στήν ψυχή σας γιά μιά ζωή;»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).

<>



-- Κάποτε κάποιος Ιερέας είχε πει σε ομιλία του για την Παναγία μας οτι πέρασε τα πάνδεινα βλέποντας τον Γιό της πάνω στο Σταυρό που άλλη γυναίκα δεν πέρασε τόσα ...
-- Κάποιοι από τους παριστάμενους γυρνώντας στο σπίτι τους σε αυτά τα γνωστά πηγαδάκια των ζυμώσεων υποστήριξαν ότι :
Κάθε μάνα όταν χάνει το παιδί της 
ο πόνος της είναι τόσο μεγάλος
 και αφόρητος  και ότι ήταν υπερβολικός ο ομιλητής  στην συγκεκριμένη του έκφρασή  για την Παναγία ... 
Σας μεταφέρω κάποιες  σκέψεις μου.:
--Σκέπτομαι αυτή την μάνα που δέχθηκε να κυοφορήσει ένα παιδί με αυτό τον παράδοξο τρόπο  παίρνοντας όλα τα ρίσκα  που η τότε κοινωνία της επέβαλε .
--Δηλαδή  βάζοντας σε κίνδυνο την ζωή της (δια λιθοβολισμού).
--Ζώντας  μέσα σε  ένα γάμο χωρίς άνδρα .
 --Γεννώντας το μονάκριβο της παιδί  σε ένα βρώμικο σπήλαιο. 
--Κάνοντας μια πεζοπορία χιλιομέτρων με την ψυχή στο στόμα να γλυτώσει αυτή και το μωρό της τα μαχαίρια του Ηρώδη .
--Με μια πορεία  επικίνδυνη μέσα στην αφιλόξενη έρημο προκειμένου να φθάσουν στην Αίγυπτο. 
-- Η Παναγία ήταν τότε μικρό κορίτσι και προστάτευε ένα μωρό μικρότερο των δύο χρόνων  με ότι αυτό συνεπάγεται θηλασμός φροντίδα περιποίηση του μικρού . 
--Προσφυγοπούλα  η ιδια της με το Προσφυγοπουλό  σε ξένη χώρα .
Να αναλαμβάνει την φροντίδα μιας οικογένειας που δεν ηταν η δική της .
--Να ακολουθεί το παιδί της παντού  και να κρατά κρυφά μυστικά όλα όσα το Άγιο Πνεύμα της φανέρωνε  αλλά και όσα την άφηνε ο ίδιος της ο γυιος να καταλάβει  .
--Αλήθεια  πόσοι  θα την ένιωθαν και  πόσοι θα την καταλάβαιναν και δεν θα την παρεξηγούσαν άραγε αν τους αποκάλυπτε τις αποκαλύψεις της.!!!
--Μια μάνα που έβλεπε τον Γιό της να καίγεται από αγάπη για τον συνάνθρωπο ,
να μιλά όπως κανείς 
να αγαπά όπως κανείς.,
να θεραπεύει χωρίς αργύρια 
να εξουθενώνεται 
στο περπάτημα ,
στη κακοπέραση 
στην πείνα στην δίψα
Να  βλέπει το αγορι της να κοιμάται  στις ερημιές.
 --Μια μάνα που κατάλαβε ότι αυτό της το παιδί θα το μοιραζόταν με όλο τον κόσμο. ..
--Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά τον είδε αιμόφυρτο 
τον είδε καρφωμένο ,
τον είδε να αργοπεθαίνει ,
χωρίς αυτή να έχει την δύναμη 
να του βγάλει τα καρφιά 
να τον κατεβάσει από το σταυρό  
να του δώσει τουλάχιστον λίγο νερό όταν τόν άκουσε 
να ψυθιριζει το 《διψώ》.
Μια μάνα τόσο γλυκιά
 τόσο ταπεινή 
Τόσο διακριτική 
--Κάθε μέρα πήγαινε στην Γεθσημανή και προσευχόταν στον γιό της 
να την πάρει κοντά του ...
--Αυτή η Μάννα έγινε και μάνα μας...
Ρόδο το Αμάραντο!
Ρόδο της καρδιάς μας!

<>






Ἀλέξης Ἀλεξάνδρου:
«Ὅσο ἐμεῖς θά ψάχνουμε κάπου μακρυά,
σέ τόμους ὑψηλῆς θεολογίας,
σέ δυσπρόσιτους οὐρανούς,
καί φιλοσοφικούς στοχασμούς
τόσο ὁ Θεός θά κρύβεται στά ἁπλά,
τά ἐλάχιστα, τά μικρά, τά καθημερινά.

Στό πρωϊνό χαμόγελο, στό παιδικό τό πρόσωπο,
στό βιβλίο πού διαβάζεις,
στόν ἄνθρωπό σου π᾽ ἀγκαλιάζεις.

Στή ματιά ἐνθάρρυνσης πού ἀνταλλάζεις μέ τόν ἀδερφό σου
καί ἡ κουβέντα ἀπό καρδιᾶς μέ τή συνάδελφο σου.
Στό ἀηδόνι τῆς αὐλῆς πού κελαηδά,
στή μουσική στό ράδιο πού παίζει,
καί σ᾽ όλη τήν ὕπαρξί σου μέ τρόπο μυστήριο μιλᾶ.
Στό εὐωδιαστό λουλούδι πού μυρίζεις
καί στό βρεφικό χεράκι πού μέ συγκίνησι καί δέος, ἀγγίζεις.

Ἄς μή ψάχνουμε λοιπόν
στόν οὐρανό τόν μυστήριο ἄλλο,
γιατί ἔχει ἤδη φανερωθῆ
σέ ὅλη τήν πλάσι,
μέσα ἀπ᾽ τόν πλησίον,
τόν ἐλάχιστο ἀδερφό, τόν ἄλλον.

Ὁ Θεός εἶναι τόσο κοντά μας
πού πολύ συχνά
σκοντάφτουμε ἐπάνω Του.
Μιά ἀνάσα μακρυά μας
κι ἐμεῖς δέν παίρνουμε χαμπάρι.

Ὅπως πολύ χαριτωμένα ἔλεγε ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε,
πολλές φορές ὁ Θεός κοιμάται στό ἴδιο τό κρεββάτι μας»(https://psihisangigmata.blogspot.com/2019/03/blog-post_6.html).


<>




Ἀλέξης Ἀλεξάνδρου:
«Κάνε ἐσύ ἄν θες, τά δύσκολα,
τά ἀσκητικά, τά αὐστηρά, τά μεγάλα.
Ἀλλά μήν ἀπαιτεῖς.

Ἄσε τόν καθένα στήν ἡσυχία του.
Ἄσε τόν νά ξεκινήση ἔστω ἀπ᾽ τά λίγα,
τά ἁπλά, τά μικρά καί ταπεινά.

Κι ἔχει ὁ Θεός...

Τί όμορφο νά φέρεσαι
μέ ἐπιείκεια στόν ἄλλο,
κι ἄς εἶσαι ἐσύ ἀσκητής μεγάλος»(https://psihisangigmata.blogspot.com/2019/05/blog-post_16.html).


<>











«“Δεῖτε τα νά περνοῦν! Εἶναι ἄγρια.
Πηγαίνουν ψηλά στά βουνά, ἐκεῖ πού τά ὁδηγεῖ ἡ ἐπιθυμία,
πηγαίνουν στά βάθη καί στίς θάλασσες, μακρυά ἀπό σκλαβιά.
Ὁ ἀέρας πού ἀνασαίνουν δέν θά χωροῦσε στούς πνεύμονές σας”,
ἔγραψε ὁ ποιητής Jean Richepin καί τραγούδησε ὁ Georges Brassens»(Dubois Philippe & Rousseau Élise, Ἡ Φιλοσοφία τῶν Πτηνῶν).


<>


«Κάποιες κουροῦνες τῆς πόλεως ἔχουν μάθη νά χρησιμοποιοῦν τήν ἀστική ζωή πρός ὄφελός τους. Ἔμαθαν, λοιπόν, νά χρησιμοποιοῦν τήν κυκλοφορία τῶν αὐτοκινήτων καί τά κόκκινα φανάρια γιά νά σπᾶνε καρύδια! Στέκονται μέ τό καρύδι στό ράμφος ἀκριβῶς στό σημεῖο ὅπου σταματοῦν τά αὐτοκίνητα καί περνοῦν οἱ πεζοί. Ὅταν ἀνάψη τό πράσινο φανάρι, ἀφήνουν τό καρύδι νά πέση καί νά τό πατήση κάποιο αὐτοκίνητο. Ὅταν ἀνάψη τό κόκκινο φανάρι, οἱ κουροῦνες προσγειώνονται καί ἀπολαμβάνουν τήν ψίχα του —μέχρι νά ἀνάψη τό ἑπόμενο πράσινο φανάρι!»(Dubois Philippe & Rousseau Élise, Ἡ Φιλοσοφία τῶν Πτηνῶν).


<>


Ὄλγα Μανωλά: «Ἡ ἀνθρωπιά ὑπάρχει ἀκόμη φίλοι μου...
Τό πρωΐ τῆς Παρασκευῆς στό κρεοπωλεῖο μιά κυρία πολύ ταλαιπωρημένη, πῆρε τέσσερα σουβλάκια καί δύο μπουτάκια κοτόπουλο. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι πού ὁ χασάπης παρά τό ὅτι ὑπῆρχαν πολλοί πελάτες στήν ἀναμονή, τῆς ἔπιασε κουβέντα γιά τήν κόρη της, ἄν βρῆκε δουλειά, δέν βρῆκε ἀκόμα καί γιά τί τάξι πηγαίνουν τά ἐγγόνια της. Ὁ ὑπάλληλός του κάπου ἔλειπε καί ἡ γυναίκα του καί ταμίας, βρῆκε τήν ὥρα νά πάη στήν τουαλέτα.
Σέ κανένα δεκάλεπτο, ὅλοι ἦταν ξανά στή θέσι τους καί μόλις πῆγε ἡ κυρία νά πληρώση, ἡ ταμίας πετάχτηκε σάν τρελή κι ἄρχισε νά χειροκροτᾶ!!!
—Κυρία Βάσω εἶστε ἡ ἑκατοστή πασχαλινή πελάτισσά μας κι ὄπως κάθε χρόνο τό κατάστημα στόν τυχερό, προσφέρει δωρεάν ἕνα πλῆρες γεῦμα πέντε ἀτόμων.
Τῆς ἔβαλε στά χέρια τρεῖς σακοῦλες γεμάτες ὅλων τῶν εἰδῶν τά κρέατα!!!
Οἱ ὑπόλοιποι πελάτες, πού μᾶλλον εἶχαν ζήσει κι ἄλλες παρόμοιες σκηνές, χειροκροτοῦσαν κι αὐτοί, φωνάζοντας συγχαρητήρια!!!
Ἡ πελάτισσα σάστισε, δάκρυα ἔτρεχαν ἀπ᾽ τά μάτια της, ψέλλισε ἕνα εὐχαριστῶ, νά εἶστε καλά τά πῆρε κι ἔφυγε.
—Πέντε ἄνθρωποι ζοῦν μέ τήν ἀγροτική σύνταξι τοῦ ἄντρα της, μου εἶπε κοκκινίζοντας ὁ χασάπης.
Ὡραίοι ἄνθρωποι!!! Ποιός εἶπε πώς εἴμαστε τελειωμένοι;;; Ἀντέχουμε σέ πείσμα των ἐχθρών μας...». (Σαν Χάδι, fb)

<>







Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση:


99. Ἀναφέρει κάποιος Χριστιανός: «Θυμᾶμαι μιά μέρα κατά τήν ὁποία ἡ γυναῖκα μου ἔπλενε. Τά πλυμένα ροῦχα ἔδειχναν μέσα στό σπίτι ἄσπρα καί τελείως καθαρά. Ἀλλά, ὅταν τά ἅπλωσε στό σχοινί καί μετά ἀπό λίγο ἄρχισαν νά πέφτουν πάνω τους τοῦφες ἀπό χιόνι, ἔβλεπες πόσο στήν πραγματικότητα ὑπολείπονταν μπροστά στήν ἀσπράδα καί τήν καθαρότητα τοῦ χιονιοῦ.
Μερικές φορές νομίζουμε πώς ἡ ζωή μας εἶναι ἠθικά καλή καί εὐπρεπής, ἀλλά σέ σύγκρισι μέ τήν ἁγιότητα καί τήν καθαρότητα τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε μολυσμένοι καί ρυπαροί»(ΜΕ, 56).

100. «Πολλοί νέοι σήμερα πέφτουν θύματα ἀπάτης. Ἀπατεῶνες τοῦ πνεύματος τούς κλέβουν ὅ,τι πιό ὡραῖο ἔχουν, τήν πίστι, τήν ἁγνότητα. Πῶς; Σέ ἄλλες ἐποχές, κατά τίς ὁποῖες οἱ μαῦροι τῆς Ἀφρικῆς ἦταν καθυστερημένοι, πήγαιναν οἱ Εὐρωπαῖοι καί ἔπαιρναν χρυσάφι δίνοντάς τους γυαλιστερές χάντρες. Θαμπώνονταν οἱ μαῦροι ἀπ’ τίς γυαλιστερές χάντρες καί πρόσφεραν τό χρυσάφι. Χάντρες γυαλιστερές εἶναι οἱ φαντακτερές θεωρίες καί οἱ ἡδονές τοῦ κόσμου. Οἱ ἀπατεῶνες δίνουν ἄφθονες τίς γυαλιστερές χάντρες καί κλέβουν τά διαμάντια τῆς ψυχῆς»(ΔΑ, 26).

101. «Ὁ πνευματοφόρος Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ἔλεγε πώς οἱ σταυροί τῶν δοκιμασιῶν εἶναι ἀνώτεροι ἀπ’ τά “τάλαντα” καί τά χαρίσματα τά ὁποῖα μᾶς δίνει ὁ Θεός καί γι’ αὐτό θά πρέπη νά Τόν εὐχαριστοῦμε, ἀφοῦ τούς παραχωρεῖ γιά τή σωτηρία μας»(ΜΜ, 23).

102. «Πάντα θά ὑπάρχουν χριστιανοί. Εἶναι ἴσως λίγοι. Μά μήν ξεχνᾶς, πώς λίγοι εἶναι οἱ ἥρωες, λίγοι οἱ πρωταθλητές, λίγοι οἱ ὀρειβάτες, λίγοι οἱ νικητές»(ΑΔ, 33).

103. Ὁ Ἀλ. Τσιριντάνης ἐπισημαίνει: «Ὅταν ζητοῦμε ἄνοδο δέν ἐννοοῦμε ἀποτέλεσμα, ἐννοοῦμε προσπάθεια. Δέν ἐννοοῦμε κάτι τό στατικό. Ἐννοοῦμε κάτι τό κινητικό. Δέν ἐννοοῦμε τόν ἄνθρωπο πού ἀνέβηκε. Ἐννοοῦμε τόν ἄνθρωπο πού ἀνεβαίνει. Στήν σκάλα τῆς πνευματικῆς ἀρτιώσεως ἐκεῖνος πού βρίσκεται στό πρῶτο σκαλοπάτι ἀλλά ἀνεβαίνει, εἶναι ἀνώτερος ἀπό ἐκεῖνον πού βρίσκεται στό ἑκατοστό σκαλοπάτι καί κάθεται ἐκεῖ. Ἤ μᾶλλον τό τελευταῖο αὐτό —νά κάθεται στό σκαλοπάτι— εἶναι μᾶλλον ἀδύνατο. Στά πνευματικά, στά θέματα τῆς ψυχῆς, ὅποιος δέν ἀνεβαίνει, κατεβαίνει. Καί ἀκόμη κάτι. Στή σκάλα αὐτή τελευταῖο σκαλοπάτι δέν ὑπάρχει. Τό ἀνέβασμα εἶναι νόημα τῆς ὅλης ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου»(ΑΤ, 110).

104. Σημειώνει ὁ Κ. Ρουμπέσης, φοιτητής Νομικῆς: «Ἕνα ἐρώτημα μέ βασάνιζε: Ἐδῶ πέρα, λοιπόν, θά βγάλουμε τό χειμῶνα; Ἐδῶ θά σαπίση τό κορμί μας; Τί θά γίνουμε ὥς τόν Ἀπρίλη πού θά ἀρχίσουν νά λυώνουν τά χιόνια; Ἐρώτημα πού μέ τυραννοῦσε περισσότερο καί ἀπ’ τή γύρω μας ἀθλιότητα. Ξαφνικά μιά φωτεινή σκέψι φώτισε τό μυαλό μου:
—Θά πάω, εἶπα, νά συναντήσω τόν ἱερέα τοῦ Συντάγματός μας, τόν ἅγιο αὐτό ἄνθρωπο μέ τή μεγάλη μόρφωσι [τόν π. Ἀχίλλειο, στόν πόλεμο τοῦ ᾽40]. Αὐτός ἀσφαλῶς θά μπορέση νά μέ βοηθήση καί νά μέ ἀνακουφίση... [Τόν βρῆκε, κι αὐτός τόν τόνωσε.]
—Κάποια μέρα, συνέχισε ὁ ὑπέροχος ἐκεῖνος ἱερεύς, μέ βασάνιζε καί μένα τό ἐρώτημα: Ἐδῶ, λοιπόν, πάνω στά ἀτελείωτα χιόνια, ἀκίνητοι θά βγάλουμε τό χειμῶνα; Καί ἄκουσε πῶς μοῦ ἀπάντησε ὁ πάνσοφος Θεός στό ἐρώτημά μου: Ὄχι μέ ἄγγελο, οὔτε μέ ἄνθρωπο, οὔτε μέ καμμιά ἐσωτερική φωνή. Παρά μέ ἕνα μικρό πουλάκι! Εἶχε γύρω ἀπ’ τό λαιμό του μιά χρωματιστή γραμμή σάν στεφάνι. Τό πουλάκι αὐτό στή πατρίδα μου τό λένε στεφανοῦδι. Φτιάχνει τή φωλιά του σέ τρύπες δένδρων ἤ τοίχων καί γεννᾶ 8-12 αὐγά, ἄν καί εἶναι τόσο μικροσκοπικό. Εἶναι καί πολύ ὠφέλιμο, γιατί τρώει ἀπ’ τούς κλώνους τῶν δένδρων ὅλα τά βλαβερά παράσιτα.
Μιά μέρα πού ἤμουν πολύ σκεπτικός καί θλιμμένος καί εἶχα ἀνοικτό τό ἀντίσκηνό μου, ἕνα τέτοιο μικρό πουλάκι πέταξε μπροστά μου ξαφνικά, μέ ἕνα ἀσθενικό σιγανό τιτίβισμα. Ἦταν ἡ καλημέρα του, μά καί ἡ ζητιανιά του. Ἄρχισε νά ψαχουλεύη προσεκτικά στό λίγο καθαρισμένο χῶρο, πού ὑπῆρχε μπροστά στό ἀντίσκηνό μου καί τσίμπησε τά λίγα ψίχουλα τά ὁποῖα βρῆκε. Δέν χόρτασε, ὅμως, τήν πεῖνα του. Τοῦ ἔρριξα κι ἄλλα πού τά πῆρε χωρίς νά φοβηθῆ. Μέ κοίταξε μέ τά λαμπερά του ματάκια καί σέ λίγο πέταξε μακρυά, ὥσπου τό ἔχασα ἀπ’ τά μάτια μου. Ἔφυγε ἀφοῦ μοῦ ἔδωσε ἕνα μεγάλο ἄφωνο μάθημα: Τό μικρό αὐτό πουλάκι, συλλογίσθηκα, πρόκειται νά παραχειμάση στή χιονοσκέπαστη αὐτή ἔκτασι, μέ ἐφόδια ἀσυγκρίτως λιγότερα καί κατώτερα ἀπ’ τά δικά μας. Ἐμεῖς ἔχουμε κουραμάνα καί συσσίτιο καθημερινῶς. Αὐτό μέσα σέ τίποτε κουφάλες βελανιδιᾶς ἤ ὀξυᾶς, ἤ στίς παγωμένες ρίζες τῶν θάμνων θά προσπαθῆ μέ ἀγῶνα νά βρῆ κάτι γιά νά ξεγελάση τήν πεῖνα του. Ἐμεῖς ἔχουμε τέλος πάντων κι αὐτό τό βρεγμένο ἀντίσκηνο, φοροῦμε χοντρά ροῦχα κι ἔχουμε καί ἀρκετές κουβέρτες καί μποροῦμε νά ἀνάψουμε καί λίγη φωτιά. Αὐτό, ὅμως, εἶναι ἐκτεθειμένο στό ὕπαιθρο καί στήν ἀπέραντη παγωνιά. Καί, ὅμως, αὐτό πιστεύει πώς θά βγάλη πέρα τό χειμῶνα, παρόλες τίς σκληρές συνθῆκες. Πιστεύει ὅτι θά ζήση μέχρι τήν ἄνοιξι πού θά λυώσουν τά χιόνια. Καί ὅτι ὄχι ἁπλῶς θά ζήση, μά θά χτίση καί τή φωλιά του καί θά φέρη στή ζωή 8-12 μικρούς ἀπογόνους. Κύτταξέ το πῶς ἀντικρύζει τό μέλλον. Ἔχει ἐμπιστοσύνη στό Δημιουργό καί τροφέα του. Γνωρίζει ἐκ παραδόσεως, ἀπ’ τούς γεννήτορές του, ὅτι ὁ Θεός ποτέ δέν τά ἐγκατέλειψε. Ἀλλά ἄν μέ τόση πεποίθησι καί ἀφοβία τό μικρό αὐτό πουλάκι ἀντιμετωπίζει τό παρόν καί τό μέλλον, μέ πόσο μεγαλύτερη πίστι καί ἐμπιστοσύνη πρέπει νά τό ἀντιμετωπίσω ἐγώ;, συλλογίσθηκα. Ὁ Θεός δέν μᾶς εἶπε τό: “ἐμβλέψατε εἰς τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδέ θερίζουσιν οὐδέ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας. Καί ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;”. Πῶς εἶναι, λοιπόν, δυνατόν ὁ Θεός νά ἐγκαταλείψη ἐμᾶς, τόν ἑλληνικό στρατό, πού μάχεται ἕναν ἱερό καί τίμιο ἀγῶνα; Ἡ ὀλιγόλεπτη ἐκείνη παρουσία τοῦ πουλιοῦ μέ παρηγόρησε καί μέ ἐνίσχυσε. Ἡ παρηγοριά του δέν σταμάτησε ὥς ἐδῶ. Τήν ἄλλη ἡμέρα περίμενα τό μικρό πουλί. Σάν ἔφθασε ἡ χθεσινή ὥρα καί δέν φάνηκε, μερικές μελαγχολικές σκέψεις ἄρχισαν νά ξεπροβάλλουν πάλι μέσα στή ψυχή μου: Φαίνεται, συλλογίσθηκα, πώς τό μικρό πουλάκι πέταξε μακρυά πρός τή πεδιάδα τῆς Κορυτσᾶς, γιά νά ἀναζητήση ἐκεῖ καλύτερη τύχη καί μᾶς ἄφησε μόνους πάλι στίς ἔρημες χιονοσκέπαστες κορυφογραμμές... Δέν εἶχα προλάβει νά τελειώσω τή θλιβερή σκέψι μου κι ἕνα ἁπαλό φτερούγισμα στή πόρτα τοῦ ἀντισκήνου μέ γέμισε χαρά. Τό μικρό πουλάκι ἦταν πάλι ἐκεῖ, μέ ἕνα μικρό σύντροφο. Ἴσως τό ταῖρι του. Ἔμεινε κοντά μας, εἶπα, μέ μιά τόση χαρά, πού ξαφνιάσθηκα κι ἐγώ ὁ ἴδιος, καί μέ ἕνα αἴσθημα εὐγνωμοσύνης γιά τή πιστότητα τῶν μικρῶν μου φίλων. Τήν ἄλλη μέρα ξαναῆλθαν. Καί ἐξακολουθοῦσαν τίς καθημερινές ἐπισκέψεις τους. Κάθε μέρα περίμενα τούς μικρούς μου φίλους σάν ἀγγέλους τῆς ἐλπίδος καί τῆς καρτερίας. Καλοκαίρι καί χειμῶνα οἱ μικροί αὐτοί στρατιῶτες μένουν πιστοί στίς ἐπάλξεις στίς ὁποῖες τούς ἔταξε ὁ Δημιουργός.
—Τά λόγια αὐτά τοῦ ἱερέως, συνέχισε ὁ Κώστας Ρουμπέσης, μέ τόνωσαν πολύ. Περίεργος παπᾶς, εἶπα. Δέν μέ ἄρχισε μέ τίποτε ἀκατάλυπτες γιά μένα ἠθικολογίες. Μοῦ διηγήθηκε τή ζωντανή ἱστορία ἑνός πουλιοῦ. Καί μοῦ ἔδωσε τόση πίστι καί γαλήνη!»(στό: ΘΔ, 73).

105. «Κάθε ἄτομο, κάθε ἀνθρωπίνη προσωπικότητα, μέσα στίς τόσες δυνατότητες μέ τίς ὁποῖες ὁ Θεός τό ἔχει προικίσει, ἔχει μέσα του καί αὐτή τή δυνατότητα, τήν ἀνωτέρα ἴσως ἀπό ὅλες. Ἔχει ἐκεῖνο τό ὁποῖο θά μπορούσαμε νά ὀνομάσουμε, “δυνατότητα τῆς κιβωτοῦ”. Ὁ ἄνθρωπος ζῆ βέβαια μέσα σέ ἕνα σύνολο ἀπ’ τό ὁποῖο ἐπηρεάζεται καί τό ὁποῖο ἐπηρεάζει ... Δέν εἶναι, ὅμως, ἄψυχο ρομπότ, δέν εἶναι ἄβουλος δοῦλος οὔτε καί τοῦ συνόλου. Ἔχει τή δυνατότητα νά συντηρῆ μέσα του τό θησαυρό τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν, ὁ,τιδήποτε κι ἄν γίνεται ἀπ’ ἔξω καί νά ἀκτινοβολῆ γύρω του, ὁσοδήποτε πυκνό καί ἄν εἶναι γύρω του τό σκοτάδι»(ΑΑ, 128). 

106. «Ἕνας καθηγητής ἀναγκάσθηκε νά ἀλλάξη κατοικία, γιατί διορίσθηκε σέ ἄλλη πόλι. Μετακόμισε, τακτοποίησε τήν οἰκία του καί ἐπέστρεψε στήν προηγούμενη, γιά νά πάρη ὅ,τι ἀπέμεινε. Ἐπιστρέφοντας τήν παραμονή τῆς ἐνάρξεως τῶν μαθημάτων, βλέπει τή νέα του κατοικία κλεμμένη. Ἔπιασε τό κεφάλι του στενοχωρημένος χωρίς νά πῆ λέξι. Ἔχοντας, ὅμως, μία βαθειά ἐλπίδα, ἄρχισε νά ψάχνη τά ἐγκαταλελειμμένα ἀντικείμενα, τά ὁποῖα ὡς ἄχρηστα οἱ κλέφτες κλώτσησαν καί πέταξαν στό δάπεδο. Μετά ἀπό λίγο, χαμογέλασε στή μέση τῶν ἐρειπίων, θά λέγαμε, στή μέση τῶν λειψάνων τῶν πραγμάτων του, τά μάτια του γέμισαν φῶς καί τό στόμα του δοξολογίες. Βρῆκε αὐτό τό ὁποῖο ζητοῦσε, αὐτό τό ὁποῖο τοῦ ἀρκοῦσε, γιά νά ἀρχίση ἐκ νέου τή ζωή του, αὐτό τό ὁποῖο οἱ ἐργάτες τῆς ματαιότητος, οἱ κλέφτες, τό κλώτσησαν ὡς περιττό. Ἦταν ὁ βαπτιστικός του σταυρός, ξύλινος ἀλλά σταυρός, τόν ὁποῖο εἶχε συνηθίσει ἀπό μικρή ἡλικία κάθε βράδυ νά φιλάη καί νά ψέλνη τό ἀλληλούια τῆς καρδιᾶς του ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τοῦ τυπουμένου στό σταυρό. Σήμερα αὐτός ὁ προσκυνητής τοῦ ἱεροῦ συμβόλου δέν εἶναι πλέον καθηγητής εἶναι καθηγητής τῆς ἐρήμου ἤ μᾶλλον ἕνας ἔνσαρκος ἄγγελος, ὁ ὁποῖος ζῆ τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, διότι τό κλειδί τῆς βασιλείας εἶναι ὁ σταυρός. Τόσο βαθιά εἶναι στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων ὁ σταυρός γιά τό λόγο αὐτό δέν τοῦ τόν στέρησε ὁ Θεός. Ἐάν τόν ἔχανε, δέν θά ἦταν δυνατόν νά ἀρχίση καί πάλι τόσο ἁπλά τή ζωή του»(ΑΑ, 13).

107. Γράφει ὁ π. Αἰμιλιανός ὁ Σιμωνοπετρίτης: «Κάποτε ἦρθε στήν μονή μας ἕνας ὑπουργός μέ πολύ ὕφος, ἀλλά γρήγορα εἶδε ὅτι ἡ μοναστηριακή ἀτμόσφαιρα εἶναι ἕνας ἄλλος κόσμος, καί ἄρχισε νά συναναστρέφεται ἁπλούστερα μέ τούς μοναχούς. Τόν προσκάλεσα στό ἡγουμενεῖο μόνο του καί, ὅταν μπῆκε, δέν κατάφερε νά πῆ λέξι, διότι τόν κατέλαβαν λυγμοί. Προσπάθησα νά τόν διασκεδάσω καί μοῦ λέει: “Σήμερα θυμήθηκα ὅτι ὁ παπποῦς μου κάθε Δευτέρα ἔφευγε ἀπ’ τό σπίτι καί πήγαινε στό βουνό γιά νά προσευχηθῆ. Ἐπίσης, πολλές φορές ἔβλεπα τόν πατέρα μου, πού ἦταν ἀπ’ τή Μικρά Ἀσία, νά μή περπατᾶ στό χῶμα. Πηγαίνοντας σ’ ἕνα μοναστήρι τό χειμῶνα μέ πολλά χιόνια καί πάγους, τόν ἔβλεπα νά ὑψώνεται πάνω ἀπ’ τούς πάγους καί, ὅταν φθάναμε στό μοναστήρι, ἀντιλαμβανόμουν ὅτι σέ κάτι διαφέρει ἀπ’ τούς ἄλλους πού ἦταν τριγύρω μας. Σήμερα κατάλαβα τό μυστικό τοῦ πατέρα μου. Μοῦ ἔδωσε μία πίστι, τήν ὁποία ξαναποκτῶ σήμερα”. Αὐτή εἶναι ἡ φυσική, ἡ κληρονομική πίστι»(ΑΑ, 201). 

108. Ἀλληλογραφεῖ ὁ ὅσ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Ὁ Θεός νά δώση, ὥστε νά παραμείνη γιά πάντα μέσα σου αὐτή ἡ διάθεσι, ἡ ἀπόρριψι τῆς κοσμικῆς ζωῆς καί τῶν ἀπολαύσεών της. Ὑπάρχει, ὅμως, καί ἡ πιθανότητα νά τήν ἀγαπήσης. Ἄν θέλης νά ἀποφύγης αὐτό τόν κίνδυνο, θά πρέπη νά μείνης μακρυά ἀπό μιά τέτοια ζωή. Γιατί μπορεῖ τή δεύτερη φορά νά σοῦ φανῆ λιγότερο βλαβερή, λιγότερο δυσάρεστη τήν τρίτη φορά, ἀκόμη λιγότερο καί μετά τήν τρίτη, δέν θά σοῦ φαίνεται πιά καθόλου ἄσχημη. Εἶναι, βλέπεις, σάν τή βότκα: Μέ τό πρῶτο ποτήρι, λένε, σπᾶς μόνο τούς φραγμούς μέ τό δεύτερο, πετᾶς στά ὕψη σάν ἀετός καί μετά τό τρίτο, δέν κάνης πιά τίποτε ἄλλο παρά νά γεμίζης τό ποτήρι σου...
Τί συμβαίνει, ὅταν ἐπισκεφθῆ κανείς μιά καπνοβιομηχανία; Τά μάτια του τσούζουν, ἡ μύτη του τρέχει, ἡ ἀναπνοή του κόβεται. Ὅσοι, ὅμως, ἐργάζονται ἐκεῖ, δέν αἰσθάνονται ἀπολύτως τίποτε. Μά καί ὁ ἐπισκέπτης, ἀφοῦ μείνη στό χῶρο τοῦ ἐργοστασίου γιά ἕνα μικρό διάστημα, δέν σφίγγει πιά τά μάτια του, δέν φτερνίζεται, δέν βήχει τόσο πολύ. Καί ὕστερα ἀπό κάμποση ὥρα, προσαρμόζεται ἀπόλυτα στό περιβάλλον. Πρόσεξε, λοιπόν, μή σοῦ συμβῆ κάτι παρόμοιο!»(ΟΘ, 13).

109. «“Βλέπω κίνησι καί θόρυβο, ζωή, ὅμως, ὄχι. Καί ἡ ραπτομηχανή μου κινεῖται. Κάνει κι αὐτή θόρυβο. Τί λογῆς ζωή, ὅμως, ἔχει μέσα της;”.
Τό κοφτερό μυαλουδάκι σου κατέβασε μιά ἔξοχη ἰδέα»(ΟΘ, 14).

110. «Ἡ ἀνθρώπινη φύσι, καί συνακόλουθα ἡ ἀνθρώπινη ζωή, εἶναι σύνθετη καί πολυμερής. Ἔχει τή σωματική, τή διανοητική καί τήν πνευματική της πλευρά. Καθεμιά, πάλι, ἀπ’ τίς πλευρές αὐτές ἔχει τίς δυνάμεις της, τίς ἀνάγκες της καί τούς τρόπους της. Ἔχει ἀκόμη τήν ἐνάσκησι καί τήν ἱκανοποίησι ὅλων αὐτῶν τῶν στοιχείων.
Ὅταν, λοιπόν, ὅλες οἱ δυνάμεις μας εἶναι σέ ἐνέργεια καί ὅλες οἱ ἀνάγκες μας ἱκανοποιοῦνται, τότε μόνο ζοῦμε πραγματικά. Ὅταν, ἀντίθετα, ἕνα μικρό μόνο μέρος τῶν δυνάμεών μας ἐνεργεῖ καί ἕνας μικρός μόνο ἀριθμός τῶν ἀναγκῶν μας ἱκανοποιεῖται, ζωή δέν ὑπάρχει μέσα μας. Καί ξέρεις γιατί; Εἶναι ἁπλό: Ὅλα τά στοιχεῖα, ὅλες οἱ δυνάμεις τίς ὁποῖες διαθέτει ἡ ἀνθρώπινη φύσι, πρέπει νά λειτουργοῦν σάν μιά ἑνότητα, σέ ὁμαλή συνεργασία καί ἀλληλεξάρτησι —ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τή ραπτομηχανή σου, πού βρίσκεται σέ κίνησι ὅταν ὅλα τά τμήματά της κινοῦνται. Σταμάτα τή λειτουργία ἑνός ἐξαρτήματος, καί ἡ μηχανή ἀκινητοποιεῖται. Δέν “ζῆ”. Μά καί ὁ ἄνθρωπος δέν ζῆ, ὅταν τό κάθετί μέσα του δέν βρίσκεται σέ κίνησι, σέ ἐνέργεια. Μέ τή μόνη διαφορά, ὅτι ἡ ἀδράνεια τῆς “ζωῆς” μιᾶς μηχανῆς, ἡ διακοπή δηλαδή τῆς λειτουργίας της, γίνεται ἀμέσως ἀντιληπτή, ἐνῶ ἡ ἀδράνεια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀφανής καί ἀθέατη. Καί ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ ἀδράνεια, δέν ζῆ ἀληθινά, ὅταν μία μόνο πλευρά τῆς ζωῆς του λειτουργεῖ καί ἐλάχιστες μόνο ἀνάγκες του ἱκανοποιοῦνται. Τότε εἶναι ἀκριβῶς σάν μιά μηχανή σέ ἀκινησία, μόνο πού αὐτό, ὅπως εἶπα, δέν φαίνεται.
Ποιές δυνάμεις καί ποιά ὄργανα χρησιμοποιοῦνται ἀπ’ τόν ἄνθρωπο πού ζῆ μιά κοσμική ζωή; Χρησιμοποιοῦνται τά χέρια, τά πόδια, ἡ γλῶσσα, τά μάτια, τά αὐτιά, ἡ ὄσφρησι, ἡ ἁφή, ἡ μνήμη, ἡ φαντασία, ἡ νοημοσύνη... Τά περισσότερα ἀπ’ αὐτά ἀντιπροσωπεύουν τήν κατώτερη πλευρά τοῦ ἀνθρώπου, τήν πλευρά πού εἶναι κοινή στόν ἄνθρωπο καί στά κτήνη. Ἡ ζωή τῶν κτηνῶν ἐξαντλεῖται στήν ἱκανοποίησι μιᾶς μόνο ἀνάγκης. Τό διαπιστώνει κανείς εὔκολα, ἄν παρατηρήση τίς προβατίνες μέ τά ἀρνάκια τους νά βόσκουν σέ ἕνα καταπράσινο λιβάδι. Πέρα ἀπ’ αὐτές τίς δυνάμεις, ὅμως, ὑπάρχουν στόν ἄνθρωπο δυό-τρία ἀκόμη “στρώματα” δυνάμεων μέ ἕνα κεντρικό ἄξονα»(ΟΘ, 14).

111. Σημειώνει ὁ ὅσ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Μέγας περιέγραψε τήν ἀκαταστασία, τήν πολύβουη κίνησι καί τό μάταιο κυνηγητό τῆς ἐπιγείας ζωῆς, πού τό γεύθηκες ἤδη. “Οἱ κάτοικοι τῆς γῆς”, γράφει ὁ ἅγιος, “καί τά τέκνα τοῦ κόσμου τούτου μοιάζουν μέ τό σιτάρι μέσα στό κόσκινο. Ἔτσι κοσκινίζονται καί οἱ ψυχές μέ τούς ἄστατους κοσμικούς λογισμούς, τήν ἀκατάπαυστη ταραχή τῶν γηΐνων πραγμάτων καί τίς πολύπλοκες ὑλικές φροντίδες. Ὁ σατανάς ταρακουνάει μέ τό κόσκινο, δηλαδή μέ τίς ἐπίγειες μέριμνες, ὁλόκληρο τό ἁμαρτωλό γένος τῶν ἀνθρώπων. Μετά τό προπατορικό ἁμάρτημα, ἀφότου δηλαδή ὁ Ἀδάμ ἀθέτησε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί βρέθηκε κάτω ἀπ’ τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους κοσκινίζει μέ ἀκατάπαυστους ἀπατηλούς λογισμούς τούς ἀνθρώπους, χτυπώντας τους στά τοιχώματα τοῦ κόσκινου αὐτῆς τῆς γῆς. Ὅπως, δηλαδή, τό κόσκινο ταρακουνάει καί περιστρέφει καί χτυπάει τό σιτάρι, ἔτσι καί ὁ διάβολος, αἰχμαλωτίζοντας μέ τά γήινα πράγματα τίς ψυχές τῶν ἁμαρτωλῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀδάμ, τίς ταράζει, τίς ἀναστατώνει, τίς ξεσηκώνει καί τίς παρασύρει σέ μάταιους λογισμούς, σέ αἰσχρές ἐπιθυμίες καί σέ κοσμικούς δεσμούς, ἐξαπατώντας τες καί ξελογιάζοντάς τες ἀκατάπαυστα. Ὁ Κύριος εἶχε μιλήσει προφητικά στούς ἀποστόλους Του γιά τόν μελλοντικό τους πειρασμό: ‘Ὁ σατανάς ζήτησε νά σᾶς δοκιμάση σάν τό σιτάρι στό κόσκινο. Ἐγώ, ὅμως, προσευχήθηκα στόν Πατέρα Μου νά μή σᾶς ἐγκαταλείψη ἡ πίστι σας’. Ἡ ρῆσι καί ἀπόφασι, ἄλλωστε, πού ἐξαγγέλθηκε ἀπ’ τό Δημιουργό στόν Κάιν, εἶναι ξεκάθαρη: ‘Θά στενάζης καί θά τρέμης καί θά χτυπιέσαι πάνω στή γῆ’. Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει, μεταφορικά, μέ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς. Νιώθουν ἀνασφάλεια καί ἀβεβαιότητα μέσα στούς ἄστατους λογισμούς τῆς δειλίας, μέσα στό φόβο, τή σύγχυσι, τήν ἐπιθυμία, τήν ἡδονή γιατί ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου τούτου πειράζει ὅσους δέν ἔχουν ἀναγεννηθῆ ἀπό τό Θεό, περιστρέφοντας ἄστατα, σάν τό σιτάρι μέσα στό κόσκινο, τούς λογισμούς τους, προκαλώντας τους αἴσθημα ἀνασφάλειας καί παγιδεύοντάς τους μέ κοσμικές ἀπάτες, σαρκικές ἡδονές, φόβους καί συγχύσεις”»(ΔΖ, 18).

112. «Ὁ Μιχαήλ ὁ Βουρλιώτης, ἦταν ἕνα νεαρό παιδί 18 χρονῶν ἕνα παλληκαράκι γεμάτο ὀμορφιά καί χάρι. Ἕνας Τοῦρκος τοῦ μίλησε γιά τήν ἄνεσι καί τή χαρά τῆς νιότης. Καί τόν κατάφερε. Καί ὁ Μιχαλάκης ἀρνήθηκε τό Χριστό. Ἦταν τό Σάββατο τῆς πρώτης Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν τό Σάββατο τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, τό ἔτος 1772. Στή Σμύρνη.
Κύλησαν οἱ ἡμέρες. Καί ἦρθε τό Πάσχα. Τόν ἴδιο χρόνο. Καί περπατώντας ὁ Μιχαλάκης στούς δρόμους τῆς Σμύρνης, ἄκουσε μέσα σέ ἕνα καπηλειό, σέ μιά ταβέρνα, τούς πρώην φίλους του ρωμιούς νεαρά παιδιά, ἀντί γιά τραγούδια κοσμικά, νά ψάλλουν τό “Χριστός Ἀνέστη” κάτι ξύπνησε μέσα του ἦλθε σέ αἴσθησι μετάνιωσε ἔτρεξε ἐκεῖ ἔγινε μαζί τους ἕνα κι ἔψαλλε, ὅπως παλαιότερα, μαζί τους κι αὐτός τό “Χριστός Ἀνέστη”.
Τόν λυπήθηκαν. Καί τόν προσφώνησαν:
—Φύγε! Δέν κάνει Τοῦρκος νά ψάλλη τό Χριστός ἀνέστη! Θά τό πληρώσης ἀκριβά!
Ἀπάντησε ὁ Μιχάλης:
—Ἔννοια σας καί αὔριο θά δῆτε.
Καί πράγματι τή Δευτέρα πῆγε στόν κατῆ καί τοῦ εἶπε:
—Ἕνας ἄνθρωπος μέ βρῆκε μικρό καί κουτό καί μέ ἀπάτησε. Μοῦ πῆρε χρυσάφι. Καί μοῦ ἔδωσε μολύβι! Δέν λέει ὁ νόμος, ὅτι ἔχω δικαίωμα νά τοῦ ἐπιστρέψω τό μολύβι του καί νά ζητήσω νά πάρω πίσω τό χρυσάφι μου;
—Ναί, ἀπάντησε ὁ κατῆς. Αὐτό λέει ὁ νόμος μας.
—Λοιπόν, τοῦ λέει ὁ Μιχαλάκης. Ἐμένα γέλασαν. Μοῦ ἔδωσαν μολύβι καί μοῦ πῆραν τό χρυσάφι μου. Ἐγώ τό ἐπιστρέφω τό μολύβι σας τήν πίστι σας! Ἀφῆστε με νά ξαναπάρω τήν πίστι μου, πού εἶναι χρυσάφι!
Προσπάθησαν ὅλοι μαζί, οἱ Τοῦρκοι πού βρέθηκαν ἐκεῖ, νά συνετίσουν τό “ἄμυαλο” παιδί. Δέν τά κατάφεραν. Τό ἔκλεισαν γιά δύο ἡμέρες στή φυλακή (Τρίτη καί Τετάρτη).
Καί τότε τόν ξαναπῆγαν στόν κατῆ. Καί ἐκεῖ ὁ νεαρός Μιχαήλ ὁμολόγησε καί πάλι τό Χριστό, ὅτι εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός.
Μετά ἀπ’ αὐτό ὁ Τοῦρκος δικαστής, σκεπτόμενος εὔσπλαγχνα γιά ἕνα “ἀνόητο” παιδί, διέταξε νά τοῦ κόψουν τό κεφάλι, χωρίς βασανιστήρια.
Στόν τόπο στόν ὁποῖο θά τόν ἀποκεφάλιζαν εἶχαν συγκεντρωθῆ πολλοί Χριστιανοί. Νά καμαρώσουν τόν ἀθλητή τοῦ Χριστοῦ.
Βλέποντάς τους ὁ Μιχάλης ἔσκυψε τό κεφάλι ταπεινά καί, μέ σχῆμα καί μέ λόγο τούς παρακάλεσε:
—Συγχωρῆστε με, ἀδελφοί χριστιανοί, τό ἀνόητο παιδί. Παρακαλέστε τόν Κύριο, νά μέ δεχθῆ κοντά Του.
Τόν ἔσφαζαν κι ἔλαμπε ἀπό χαρά. Καί πῆρε τοῦ μαρτυρίου τόν ἀμαράντινο στέφανο. Ἦταν τότε 16 Ἀπριλίου 1772, ἡμέρα Πέμπτη»(ΗΑ, 26).

113. «Ὁ Ingmar Bergman εἶναι ἕνας ἀπ’ τούς πιό ἐπιτυχημένους ἀνθρώπους στό Hollywood. Σημείωσε μιά καταπληκτική ἐπιτυχία στά τρία βασικά σημεῖα, πού ἀποτελοῦν τίς ἐπιδιώξεις τοῦ ἀνθρώπου πού ζῆ χωρίς Θεό: χρήματα ἔρωτας δημοσιότητα.
Ὅμως ἡ περιπλάνησι στή ζωή χωρίς Θεό καί χωρίς ἐλπίδα, τόν γέμισε ἀγωνία. Καί κάποια στιγμή κατάλαβε τό λάθος τῆς μέχρι τότε τοποθετήσεώς του. Καί τό ἔλεγε ἀνοιχτά. Καί τό διεκήρυττε.
Σέ μιά τέτοια συνομιλία του, ἕνας φίλος του τοῦ πέταξε ξαφνικά τό ἐρώτημα:
—Κι ἄν δέν ὑπάρχη Θεός, τί κάνουμε;
Ἀπάντησε ὁ Bergman:
—Ἄν δέν ὑπάρχη Θεός, δέν μᾶς μένει παρά νά αὐτοκτονήσουμε!
Ζωή “χωρίς Χριστό”(Ἐφ 2, 12) δέν γίνεται. Ἡ πιό ταλαίπωρη μορφή ζωῆς, εἶναι νά ζῆς “ὡς ἄθεος ἐν τῶ κόσμῳ”(Ἐφ 2, 12)»(ΗΑ, 30).

114. «Τό Εὐαγγέλιο δέν μᾶς δίνει τό ὄνομα τοῦ πλουσίου, ἐνῶ ἀντίθετα μᾶς λέει τό ὄνομα τοῦ φτωχοῦ. Μέ αὐτό, τό Εὐαγγέλιο θέλει νά μᾶς δείξη, ὅτι ὁ πλοῦτος συνήθως τόν διαλύει τόν ἄνθρωπο σέ τέτοιο βαθμό, πού τόν κάνει νά χάνη κάθε προσωπική ἀξία. Καί νά καταντάη καί ὁ ἴδιος “πορτοφόλι”. Δηλαδή ἕνας ἄνθρωπος μέ πολλά λεφτά. Καί τίποτε ἄλλο.
Ἕνας ἄνθρωπος, χωρίς καμμία δική του ἀξία. Ἕνας ἄνθρωπος, χωρίς καθόλου προσωπική ἀξία. Ἕνας ἄνθρωπος-πορτοφόλι χωρίς λεφτά. Ἔχει πορτοφόλι ἀξία χωρίς λεφτά;
Δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι τό Εὐαγγέλιο δέν ἀναφέρει τό ὄνομα τοῦ πλουσίου. Γιατί... ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶχε χάσει καί ξεχάσει κάθε ἀνθρώπινη καί κάθε ἠθική ἀξία»(ΕΖ, 5).

115. «Βασιλιᾶς τῶν Βανδάλων ἦταν ὁ Γελίμερ. Στή βόρεια Ἀφρική. Πάμπλουτος. Καί παντοδύναμος. Μά νικήθηκε ἀπ’ τό στρατηγό τοῦ μεγάλου βασιλιᾶ μας Ἰουστινιανοῦ, τό Βελισάριο, πού μάλιστα, τόν συνέλαβε καί αἰχμάλωτο.
Ποῦ ὁ ὑψηλός θρόνος, καί ποῦ τό μπουντρούμι τῆς φυλακῆς! Καί ἀπό ἐκεῖ, ἐντελῶς ἐξουθενωμένος, ὁλοκληρωτικά ταπεινωμένος, ὁ Γελίμερ ἀπηύθυνε στό Βελισάριο ἕνα ταπεινότατο αἴτημα. Τοῦ ζήτησε:
—λίγο ψωμί, νά γεμίση τήν κοιλιά του.
—μιά κιθάρα νά παίζη, νά ξεχνᾶ τήν πίκρα του.
—κι ἕνα μαντήλι νά σκουπίζη τά δάκρυά του.
Τί ταπείνωσι! Τί ἐξευτελισμός!
Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν!»(ΕΖ, 13).

116. «—Ἄν ἐρχόταν κάποιος πεθαμένος καί μοῦ ἔλεγε ὅτι ὑπάρχει μετά θάνατον ζωή, θά πίστευα θά ἄλλαζα θά γινόμουν κι ἐγώ καλός χριστιανός.
Μά δέν εἶναι ἀληθινό. Εἶναι μιά ψεύτικη πρόφασι μιά ὑπεκφυγή. Γιατί εἶναι γεγονός. Κάποιος πῆγε καί γύρισε. Καί μᾶς τό εἶπε. Ὁ Χριστός. Πού κατέβηκε στόν Ἅδη. Καί ξαναγύρισε. Καί ἀναστήθηκε. Τοῦ Χριστοῦ λόγια εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου»(ΕΖ 1998, 29).

117. «Ἕνα μικρό παιδί εἶχε πάει στό φτωχομαγαζάκι τοῦ πατέρα του. Καί ἐκεῖ παρακολουθοῦσε σιωπηλά τή δουλειά τοῦ μπαμπᾶ του καί τίς συναλλαγές του.
Οἱ πελάτες διάλεγαν τά πράγματα τά ὁποῖα ἤθελαν, πλήρωναν, ἔπαιρναν τά ρέστα τους κι ἔφευγαν.
Ὅλα καλά, ἤρεμα καί εἰρηνικά.
Κάποια στιγμή ἦλθε καί μιά πλούσια κυρία. Πῆρε τά πράγματα τά ὁποῖα ἤθελε. Ἔδωσε ἕνα μεγάλο νόμισμα, νά τά πληρώση. Καί περίμενε τά ρέστα της, τά ὁποῖα ἦσαν διάφορα μικρότερα νομίσματα. Ἀνάμεσά τους ἦταν κι ἕνα νομισματάκι τιποτένιας ἀξίας, πολύ βρώμικο.
Ἡ πλούσια κυρία δέν καταδέχθηκε νά τό πιάση στό χέρι της. Τό κύτταξε μέ ἀηδία καί εἶπε:
—Αὐτό νά τό δώσης στό παιδί σου νά τό ρίξη τήν Κυριακή στήν Ἐκκλησία!
Τό ἔσπρωξε πρός τό μέρος του κι ἔφυγε.
Τό φτωχό παιδί τό πῆρε. Ἀλλά τά λόγια της τό εἶχαν ἀναστατώσει. Καί ρώτησε.
—Κάνει νά δίνουμε στό Χριστό τά βρώμικα, μπαμπά;
Δέν τοῦ πήγαινε αὐτή ἡ σκέψι.
Τοῦ ἀπάντησε ὁ πατέρας του:
—Ἐκεῖνα τά ὁποῖα δίνουμε στό Χριστό, παιδί μου, πρέπει νά εἶναι τά πιό ὄμορφα τά πιό λαμπρά.
Ἔτσι τό μικρό παιδί πῆρε τή βρώμικη ἐκείνη δεκάρα. Γιά νά τή ρίξη στήν Ἐκκλησία. Ἀλλά μή θέλοντας νά τή δώση βρώμικη στό Χριστό, ἄρχισε νά τήν τρίβη, νά καθαρίση.
Καί τρίβοντάς την κάθε ἡμέρα λίγο, μέχρι τήν Κυριακή τήν εἶχε κάνει ἀπό χάλκινη καί ἔλαμπε σάν νά ἦταν ἀπό χρυσάφι.
Καί ὅταν τήν Κυριακή, τήν ἔρριξε στό κουτί, γιά νά πάρη κερί, τήν πῆραν οἱ ἄγγελοι καί τήν πῆγαν κατ’ εὐθεῖαν στό Χριστό. Καί τήν ἀπέθεσαν στά χέρια Του.
Καί ὁ Χριστός τήν πῆρε. Καί τήν εὐλόγησε. Καί εἶπε:
—Εἶναι μιά ἀπ’ τίς πιό ὄμορφες προσφορές τίς ὁποῖες ἔχω δεῖ!
Τί ἦταν ἐκεῖνο, πού ἔκανε τή δεκάρα τόσο ὄμορφη στά μάτια τοῦ Χριστοῦ;
Τό χρῶμα; Τό τρίψιμο; Ἡ λάμψι; Ὄχι. Ἦταν κάτι ἄλλο.
Ἡ ἐσωτερική διάθεσι τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, πού δέν τό ἀνεχόταν, νά δώση στό Χριστό κάτι τό ἄσχημο, κάτι πού κι αὐτό τό ἔβλεπε ὅτι ἦταν βρώμικο.
Ἔτσι καθάρισε τό παιδί τή δεκάρα. Χωρίς, λόγῳ ἡλικίας, νά τό ὑποψιάζεται, ὅτι καθαρίζοντας τή δεκάρα, καθάριζε πρῶτα τήν ψυχή του, ἀφοῦ ἔτσι κατανοοῦσε ὅλο καί πιό πολύ, ὅτι, ὅ,τι ἔχει σχέσι μέ τό Θεό, πρέπει νά εἶναι μέσα κι ἔξω καθαρό.
Ἐμεῖς, πῶς θά καθαρίσουμε ἀπ’ τή σκουριά τήν καρδιά μας καί τήν ψυχή μας;»(ΕΖ, 33).

118. «Ἕνα καράβι ταξίδευε στό πέλαγος. Καί τό ἔπιασε φοβερή τρικυμία. Φόβος παγερός εἶχε καταλάβει καπετάνιο καί πλήρωμα. Δέν ἦταν ἡ σημερινή ἐποχή. Τότε τά καράβια ἦταν ξύλινα. Καί μέ πανιά! Καί τό παλιοκάραβο εἶχε ἀρχίσει νά μπάζη νερά. Ἡ τρόμπα δούλευε ἀδιάκοπα. Μά δέν πρόφθανε! Καί τό καράβι εἶχε ἀρχίσει νά βουλιάζη. Ἄν τό καράβι χανόταν, τί νά τούς ἔκαναν οἱ βαρκοῦλες του καί τά σωσίβια; Ἔνοιωσαν ὅλοι, πώς κάθε ἐλπίδα εἶχε χαθῆ. Καί τότε ἔστρεψαν τό νοῦ στήν Παναγία, πού εἶναι: “ἐλπίς ἀπηλπισμένων”.
—Φθάσε, Παναγία Μυρτιδιώτισσα, Προστάτρια καί Σκέπη τοῦ νησιοῦ μας. Σῶσε μας. Λυπήσου τά παιδιά μας καί τούς γέροντες γονεῖς μας, πού μᾶς περιμένουν!...
Λίγο ἤθελε ἀκόμη τό καράβι νά βουλιάξη. Μά ξαφνικά φάνηκε ἀνάμεσά τους μιά ὁλόφωτη γυναῖκα. Καί τούς εἶπε:
—Ἦρθα! Μή φοβᾶσθε! Τό καράβι σας θά σωθῆ! Καί βούτηξε μέσα στή θάλασσα μέ ἕνα σφουγγάρι στό χέρι κι ἔκλεισε τήν τρύπα πού εἶχε ἀνοίξει στό σκάφος!
Σέ λίγα λεπτά, τό καράβι συνέχιζε ἥσυχο τό δρόμο του.
Στό πρῶτο λιμάνι πῆγαν τό σκάφος γιά ἐπισκευή. Καί τί θαῦμα εἶδαν! Εἶδαν τήν τρύπα, πού εἶχε ἀνοίξει στό σκάφος, βουλωμένη μέ τό σφουγγάρι τό ὁποῖο κρατοῦσε στά χέρια της ἡ Παναγία, ὅταν φάνηκε στό καράβι τους! Ὅλος ὁ κόσμος τό εἶδε αὐτό τό θαῦμα»(ΘΕ, 8).
Ἡ θαυματουργία τῶν Ἁγίων.

119. «Ἕνας σουλτᾶνος εἶχε νά κάνη πόλεμο μέ τούς Μογγόλους, πού τότε (ΙΓ´-ΙΔ´ αἰ.) ὄργωναν τίς χῶρες τῆς ἀνατολῆς.
Μάζεψε τό στρατό του καί ξεκίνησε νά τούς ἀντικρούση νά τούς ἀπωθήση ἔξω ἀπ’ τά ὅρια τοῦ σουλτανάτου του. Ὅμως, ὅλα δέν πήγαιναν ὅπως τά ἤθελε. Καί μή μπορώντας νά τό ἀνεχθῆ, πώς κάτι δέν γίνεται ὅπως ὁ ἴδιος τό ἤθελε, ἀνάβει. Καί τά συναισθήματα ὀργῆς γίνονται μέσα του θύελλα. Οἱ νεαροί ἀξιωματικοί τοῦ στρατοῦ του τοῦ χτυποῦν στά νεῦρα. Κάνουν ἐνέργειες, πού ὅσο πιό πολύ πέφτουν στήν ἀντίληψί του, τόσο ἀνάβει! Καί ἐπειδή δέν μένει τίποτε κρυφό, τό ποτήρι ξεχειλίζει. Καί τό παίρνει ἀπόφασι: Ἕνας δέν θά μείνη! Θά τούς κόψη τά κεφάλια ὅλων! Ποιός ὅμως θά ὑλοποιήση τήν ἀπόφασι;
Συγκαλεῖ τό συμβούλιο τῶν στρατηγῶν του, κάτι γεροντάκια, τούς ὁποίους σέρνουν στόν πόλεμο, γιατί ἔχουν πεῖρα. Καί τούς ἀνακοινώνει τήν ἀπόφασί του.
Οἱ στρατηγοί καταλαβαίνουν, ὅτι κάτι δέν πάει καλά. Προσπαθοῦν κάτι νά ποῦν. Καί ψελλίζουν δειλά:
—Μήν ἀνάβεις, σουλτᾶνε μας!
Ἀλλά ἐκεῖνος ἀνάβει χειρότερα. Καί λέει μέ ὀργή:
—Ξέρετε, τί γίνεται γύρω σας; Δέν δέχομαι τίποτε! Θά ξεκαθαρίση ἡ κατάστασι!
Οἱ γέροι στρατηγοί μένουν ἄφωνοι, βουβοί. Τό θέμα γιά τό σουλτᾶνο εἶναι λυμένο. Συμβούλιο συγκαλεῖ, ἀλλά δέν ζητάει συμβουλή! Τί νά τοῦ ἔλεγαν; Καί σιωποῦν. Καλά δέν ἔκαναν;
Ἀλλά ἐνῶ ἐκεῖνοι σιωποῦν, παίρνει τό λόγο ὁ γελωτοποιός τοῦ σουλτάνου. Τόν θεωροῦσαν διανοητικά καθυστερημένο. Ἔλεγε χαζομάρες. Καί ὁ σουλτάνος γελοῦσε. Καί μαζί του οἱ φίλοι του. Καί ἐπειδή ὁ σουλτᾶνος μας πάντοτε ἐνδιαφερόταν νά διώχνη προβλήματα καί πίκρες καί νά βρίσκη τρόπο νά γελᾶ, νά περνᾶ ὄμορφα —ἔστω κι ἄν γύρω του ὁ κόσμος χαλάει—, ὁ γελωτοποιός του ἦταν παντοῦ καί πάντοτε σέ ὅλα παρών.
Παρακολουθεῖ, λοιπόν, ὁ γελωτοποιός. Μά δέν γελάει! Καί δέν κάνει οὔτε χειρονομίες ἀστεῖες οὔτε χαζομάρες. Εἶναι συνοφρυωμένος! Καί μέσα στή γενική σιγή παίρνει τό λόγο. Καί λέει:
—Μπράβο, σουλτᾶνε μου, πολυχρονεμένε μου! Ἡ πιό σωστή καί ἡ πιό δίκαιη ἀπόφασι! Ἕνας νά μή μείνη! Γίνεται στρατός μέ τέτοιους ἀξιωματικούς; Καί μπορεῖ κανείς νά περιμένη ἀπ’ αὐτούς καλό; Ἕνας νά μή μείνη! Ὅσο γιά τούς Μογγόλους μή χολοσκᾶς! Σύ θά πάρης τή σημαία! Κι ἐγώ τή σάλπιγγα! Καί θά ὁρμήσουμε πάνω τους! Ἕνας δέν θά μείνη! Ἀμ’ τί δά!
Αὐτά εἶπε. Μά τί παράξενο! Οὔτε ὁ ἴδιος γελάει, οὔτε κανένας ἄλλος. Οὔτε ὁ σουλτᾶνος. Καί τό ἀκόμη πιό παράξενο! Ὅλοι θέλουν νά γελάσουν (καί ὁ ἴδιος ὁ σουλτᾶνος) εἰς βάρος τοῦ σουλτάνου!
Ὅλοι τό καταλαβαίνουν, ὅτι ὁ χαζούλης, πού μέχρι τότε ἔλεγε μόνο χαζομάρες, τώρα εἶχε πεῖ τό σωστό τώρα ἦταν ὁ μόνος πού ἔλεγε τό σωστό. Ὅλοι τό ἔβλεπαν, τό εἶδαν, τό συνειδητοποίησαν, ὅτι τά θέματα, καί μάλιστα τά σοβαρά, δέν κάνει νά τά λύνουμε μέ τίς παρορμήσεις τῆς ψυχολογικῆς μας διαθέσεως καί μέ ὁδηγό τά πάθη μας καί τίς κακίες μας, ἀλλά μέ τή λογική»(ΜΜ, 12).

120. «Ὁ Λυσίμαχος ἦταν ἕνας ἀπ’ τούς γενναιοτέρους στρατηγούς τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου. Μά παράλληλα ἦταν ὑποδουλωμένος στά πάθη του καί στίς ὀρέξεις του. Τοῦ ἦταν ἀδύνατο νά πῆ “ὄχι”, στήν ὅποια ἐπιθυμία του! Μόλις τόν ἔπιανε, τό μυαλό του σκοτιζόταν! Τά ξέχναγε ὅλα! Κι ἕνα μόνο ἔβλεπε μπροστά του. Πῶς θά ἱκανοποιήση τήν ἐπιθυμία του! Φαντασθῆτε, τί χουνέρια θά εἶχε πάθει!
Κάποτε ἔπαθε τό χειρότερο.
Βρισκόταν σέ πόλεμο. Ἡ μάχη εἶχε ἀνάψει. Καί βρισκόταν στό πιό κρίσιμο σημεῖο της. Ἀλλά ἡ ζέστη, ὁ ἱδρώτας, ὁ κόπος τῆς πολύωρης σῶμα μέ σῶμα πάλης, τόν εἶχαν πιά στεγνώσει. Ὁ Λυσίμαχος αἰσθάνθηκε μιά ἀφόρητη δίψα. Καί μή ὄντας συνηθισμένος νά λέη στίς ὀρέξεις του ὄχι, κάθε ἀντίστασι μέσα του κάμφθηκε. Ξέχασε τά πάντα. Κι ὅρμησε σέ μιά κοντυνή πηγή νά πιῆ, νά ξεδιψάση, χωρίς νά δώση ὁδηγίες στό στρατό!
Καί ὁ στρατός; Μή βλέποντας πιά τόν ἀρχηγό του ἀνάμεσά του, κάμφθηκε! Ἔχασε τό ἠθικό του. Καί νικήθηκε. Καί ὁ Λυσίμαχος; Συνελήφθη αἰχμάλωτος. Σάν τό λιοντάρι. Πού, ἐνῶ εἶναι ὁ βασιλιᾶς τῶν ζώων, συλλαμβάνεται καί κλείνεται στό κλουβί, γιατί δέν ξέρει νά κυριαρχήση στή λαιμαργία του. Καί δέν ξέρει νά κάνη πίσω!
Κλαίει ὁ Λυσίμαχος. Κτυπᾶ τό κεφάλι του:
—Αἰχμάλωτος γιά ἕνα ποτήρι νερό!»(ΜΜ, 22).

121. Ὁ Στάρετς Ἀνατόλιος τῆς Ὄπτινα, «λίγο μετά τήν κουρά, παρεκάλεσε τήν ἀδελφή Ἀμβροσία, πού εἶχε κατεβεῖ ἀπ’ τό Σαμορντίνο στήν Ὄπτινα νά τόν παρακολουθῆ [ὡς γιατρός], νά τοῦ διαβάση κάτι. Καί ἐκείνη τοῦ διάβασε ἀπό κάποιο φυλλάδιο, μιά ἱστορία:
“Ἔπαθε βλάβη ἕνα καράβι καί βούλιαξε. Καί ὁ κάθε ἐπιβάτης ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε να σωθῆ. Ἄλλος σέ μιά βάρκα. Ἄλλος σέ μιά σανίδα. Ἄλλος κολυμποῦσε στό νερό... Ἄλλος... Ἄλλος... Ὁ καπετάνιος καθόταν στό τιμόνι κι ἔκανε προσευχή. Παρακαλοῦσε τόν Κύριο νά βοηθήση τούς ἐπιβάτες τοῦ καραβιοῦ του νά σωθοῦν. Κρατοῦσε τό τιμόνι, γιά νά κρατᾶ τό καράβι, μέχρι πού νά φύγουν ὅλοι νά σωθοῦν. Καί παρακαλοῦσε τόν Κύριο γιά τούς ἄλλους. Καί ξαφνικά, εἶδε καί ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί. Καί εἶδε τό Σωτῆρα Χριστό, νά τόν περιμένη μέ ἀνοιχτή τήν ἀγκαλιά Του”.
Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ π. Ἀνατόλιος. Μέχρι τήν τελευταία του πνοή»(ΣΑ, 119).

122. «Ἔλεγαν οἱ μαθητές τοῦ στάρετς Μιχαήλ Μπαντίλα (1880-1957) καί αὐτή τήν ἀξιοθαύμαστη ἱστορία του:
Μιά καλοκαιριάτικη νύκτα, ἐνῶ κοιμόταν ὁ Γέροντας, ἄκουσε ξαφνικά μιά προστακτική φωνή, πού ἐπαναλήφθηκε δύο φορές.
—Πήγαινε καί πάρε τόν ἐρημίτη ἀπ’ τό ξέφωτο Ὀμπίρσιε!
Ὅταν ξημέρωσε, ὁ Γέροντας προσευχήθηκε, καί παίρνοντας τόν Πνευματικό του, Ἀντώνιο ἱερομόναχο, ἀνέβησαν μαζί στό βουνό γιά τό ξέφωτο Ὀμπίρσιε. Κανείς δέν γνώριζε ὅτι ἀγωνιζόταν στό μέρος ἐκεῖνο ἕνας ἐρημίτης. Πράγματι στό ξέφωτο βρῆκαν ἕνα ἐρημικό καλυβόσπιτο καί μπροστά του ἕνα μοναχό καθισμένο σ’ ἕνα κούτσουρο ἀπό κορμό δένδρου.
—Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπε ὁ στάρετς Μιχαήλ. Παρετήρησαν, ὅμως, ὅτι ὁ ἄγνωστος καί ἅγιος αὐτός ἡσυχαστής εἶχε φύγει ἀπ’ αὐτή τή ζωή. Τότε οἱ πατέρες τόν κατέβασαν ἀπ’ τό βουνό καί τόν ἔθαψαν στή σκήτη, δίπλα στήν ἐκκλησία. Πόσοι ἄγνωστοι ἀπ’ τούς ἀνθρώπους ἐρημίτες μοναχοί ἀγωνίζονται στά βάθη τῶν Καρπαθίων ὀρέων!»(ΡΠ, 122).

123. Γέρων Ἀρσένιος Μπόκα: «Αὐτός πού ἀποκαλύπτει τά καλά του ἔργα καί τά σαλπίζει, μοιάζει μέ τό γεωργό, ὁ ὁποῖος σπέρνει τό σπόρο στίς πέτρες, καί ἔρχονται τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ καί τόν τρώγουν. Ἡ κενοδοξία μεταβάλλει τά καλά ἔργα καί τά κάνει ἀνώφελα καί κοσμικά»(ΡΠ, 248).

124. Γράφει ὁ Θ. Δημακόπουλος γιά τόν π. Ἀχίλλειο: «Σέ μιά ἀπ’ τίς περίφημες ὡριαῖες ὁμιλίες του τῆς Τρίτης στόν Ἅγ. Γεώργιο τῆς Ἀμαλιάδος, ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1950, θυμᾶμαι, ἀνέφερε ἕνα πραγματικό περιστατικό γιά κάποιο ταπεινό χωρικό ὀνόματι Χαράλαμπο. Ἀπελπιστική ξηρασία στή περιοχή, ἀδυναμία καλλιέργειας καί σπορᾶς, καί ὁ ἀγαθός χωρικός πέφτει στά γόνατα, ἀτενίζει δακρυσμένος τόν οὐρανό καί διαμαρτύρεται καί παρακαλεῖ: “Θεέ μου ἄν ἤμουν ἐγώ Θεός καί ἐσύ Χαράλαμπος καί μέ παρακαλοῦσες δέν θά σοῦ ἔστελνα βροχή; Τώρα γιατί δέν μοῦ στέλνεις;”. Καί σέ λίγο ἦρθαν τά σύννεφα μέ τή βροχή καί μαζί μέ τό χωράφι τοῦ Χαράλαμπου πότισαν καί τά χωράφια τῶν ἄλλων»(ΠΑ, 17).

125. Ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Παΐσιος: «Στόν πόλεμο ἕνας βαρειά τραυματισμένος ζήτησε ἀπό ἕνα ἱερέα νερό καί ἐκεῖνος δέν τοῦ ἔδωσε. Ἀδιαφόρησε, ἐνῶ εἶχε στό παγούρι του λίγο νερό. Ὁ τραυματίας σέ λίγο πέθανε καί ὁ ἱερέας, μόλις συνειδητοποίησε τό σφάλμα του, ἦταν ἀπαρηγόρητος. Τόν μνημόνευε συνεχῶς. Ἦρθε στό Καλύβι καί μοῦ εἶπε τόν πόνο του. Ὁ καημένος εἶχε πολύ θυσία, ἀλλά δέν κατάλαβε πῶς τό ἔκανε αὐτό. Τό ἐπέτρεψε ὁ Θεός, πῆρε δηλαδή γιά λίγο τή Χάρι Του, ἐπειδή ὁ τραυματίας εἶχε πολύ ἀνάγκη ἀπό προσευχή. Ἄν ὁ ἱερέας τοῦ ἔδινε νερό, θά τόν ξεχνοῦσε, ἐνῶ τώρα τόν πείραζε ἡ συνείδησί καί προσευχόταν συνέχεια γι’ αὐτόν»(ΠΠ, 146).

126. Γράφει ὁ Ἅγ. Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ: «Ἄς μή δίνουμε σημασία στίς ὀπτασίες καί ἄς μήν πιάνουμε σχέσεις ἤ συζήτησι μέ τά πρόσωπα πού μᾶς ἐμφανίζονται. Ἄς θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας ἀδύναμο γιά ἀναμέτρησι μέ τά πονηρά πνεύματα καί ἀνάξιο γιά ἐπικοινωνία μέ τά ἅγια πνεύματα»(ΑΧ, 167).

127. «Ὅπως τό παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ χρησιμοποιεῖται γιά δυό ἀνάγκες: γιά νά βγῆ ἀπό αὐτό ὁ ἀκάθαρτος ἀέρας καί νά μπῆ ὁ καθαρός, ἔτσι καί μέ τή μετάνοια ἐξέρχεται ἀπ’ τόν ἄνθρωπο τό κακό πνεῦμα καί εἰσέρχεται τό Ἅγ. Πνεῦμα!»(ΑΧ, 14).

128. Ἕνας στρατιώτης τοῦ ᾽40 σημειώνει: «Αὐτό τό ὁποῖο θά σᾶς πῶ τώρα ἔγινε τήν πρώτη Κυριακή τοῦ Δεκέμβρη: Ἦταν καί ἡ τελευταία μου μέρα στό μέτωπο, γιατί κατά τό μεσημέρι τραυματίσθηκα. Ξημερώνοντας, λοιπόν, ἡ Κυριακή μᾶς βρῆκε νά κατεβαίνουμε μιά πλαγιά, στήν ὁποία εἴχαμε φθάσει ἀπ’ τήν προηγούμενη μέρα. Ὅλο τό Σάββατο ὁ π. Ἀχίλλειος ἐξομολογοῦσε καί μᾶς εἶπε, ὅσοι ἤθελαν, μποροῦσαν νά κοινωνήσουν τήν ἄλλη μέρα. Τό Σύνταγμά μας θά ἔμπαινε σέ καινούργιες μάχες. Σάν ξημέρωσε, τό χιόνι εἶχε πάψει νά πέφτη. Μερικοί στρατιῶτες εἶχαν στολίσει μέ ἐλάτια καί ἀγριορύκια, τά ὁποῖα εἴχαν κόψει ἀπό ἕνα χωριό, τό μέρος στό ὁποῖο θά ἔμπαινε ἡ Ἁγία Τράπεζα. Τό μάτι κουραζόταν νά βλέπη αὐτή τήν ἀπέραντη λευκότητα. Ὁ διοικητής, οἱ ἀξιωματικοί καί στρατιῶτες, ὅλοι συγκεντρωθήκαμε ὅσο μπορούσαμε ὁ ἕνας κοντά στόν ἄλλο. Τά ψαλσίματα ἀντιλαλοῦσαν στά γύρω ὑψώματα. Εἶχε προχωρήσει ἡ λειτουργία ἀρκετά, ὅταν ἀκούσαμε ξαφνικά τό βόμβο πολλῶν ἀεροπλάνων καί φάνηκαν σέ λίγο στό βάθος καμμιά πενηνταριά. Δεκαεπτά ἀπ’ τά δεξιά μας, εἴκοσι ἀπό πίσω μας, δώδεκα κατευθεῖαν πάνω μας. Ξαπλωθήκαμε ὅλοι ἀμέσως, σάν νά ἤμασταν ἕνας ἄνθρωπος, μέσα στό χιόνι. Οἱ ἀναπνοές μας σταμάτησαν. Ἔλεγες πώς σταμάτησαν καί οἱ καρδιές μας. Ἡ Λειτουργία φυσικά διεκόπη. Ἔσβησαν ἀπότομα τά ψαλσίματα. Ἔσβυσε καί τό θυμιατό. Οἱ βόμβες ὄργωναν γύρω μας τό παχύ στρῶμα τοῦ χιονιοῦ. Σφύριζαν καί βογγοῦσαν ἀπό πάνω μας σάν μανιασμένα τεράστια φίδια τοῦ οὐρανοῦ καί ἔσκαζαν μέ τό συνηθισμένο φοβερό τους κρότο πού ξεκούφαινε. Φαίνεται πώς μᾶς εἶχαν καταλάβει, γιατί πρώτη φορά ἐπέμεναν τόσο πολύ νά ξεφορτώσουν συγκεντρωμένες τίς βόμβες. Ξαφνικά ἕνα τρομερό βουητό, σά νά σηκώθηκε ἀπότομα δυνατός ἀέρας, σίφουνας σωστός, μᾶς ἔκανε ὅλους νά ἀνατριχιάσουμε, καθώς ἤμασταν χωμένοι μέσα στό χιόνι. Μιά τεράστια βόμβα στρίγγλισε πάνω ἀπ’ τά κεφάλια μας καί σφηνώθηκε μέσα στό χιόνι μπροστά, μά ἀκριβῶς μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα, χωρίς νά σκάση. Ἄν ἔσκαζε θά μᾶς ἔκανε κομμάτια. Θά σκότωνε ποιός ξέρει πόσους ἀπό μᾶς, καθώς ἤμασταν μαζεμένοι ὁ ἕνας κοντά στόν ἄλλο. Αὐτή ἦταν καί ἡ τελευταία βόμβα τήν ὁποία ἔρριξαν. Θά νόμισαν πώς μᾶς ἔκαναν σμπαράλια καί σηκώθηκαν καί ἔφυγαν... Πήραμε μιά βαθειά ἀνάσα ὅλοι μαζί πού ἀκούσθηκε σάν στεναγμός. Σηκώσαμε σιγά τά κεφάλια μας περιμένοντας νά ἀντικρύσουμε νεκρούς καί τραυματίες. Νά δοῦμε τό χιόνι κοκκινισμένο ἀπό αἷμα συντρόφων μας, κορμιά λυωμένα καί σκορπισμένα ἀπ’ τίς βόμβες πού ἔσκασαν. Ὁ καθένας μας δέν πίστευε πώς καί ὁ ἴδιος ἦταν γερός. Κουνούσαμε τά χέρια καί τά ποδάρια μας γιά νά νοιώσουμε ἄν ἦταν κολλημένα στό κορμί μας. Δέν εἶχαμε τό θάρρος νά σηκωθοῦμε ἀκόμη ἐντελῶς ὄρθιοι. Ἔβλεπες ἕνα γύρω νά φυτρώνουν σάν μανιτάρια μονάχα κεφάλια καί ἄκουγες ἐρωτήματα γεμᾶτα ἀπορία: Ζῆς, ὠρέ Θανάση; Ζῆς, Σταμάτη, καί σύ ζῆς; Εἶσαι καλά; Ὁλόκληρος; Καί σύ, Δημητρό; Ὁ ἕνας δέν μποροῦσε νά πιστεύση γιά τόν ἄλλο πώς ζοῦσε. Πρῶτος σηκώθηκε ὁ ἱερέας. Τόν εἴδαμε πώς ὕψωσε τά χέρια του στόν οὐρανό κι ἔκανε τό σταυρό του. Κύτταξε γύρω του ἐρευνητικά καί φώναξε δυνατά:
—Σηκωθῆτε ὅλοι νά εὐχαριστήσουμε τό Θεό. Ζοῦμε ὅλοι. Δόξα στό Θεό.
Ὅπως ὁρμούσαμε στή μάχη, σάν μᾶς ἔδιναν τό σύνθημα, ἔτσι πεταχθήκαμε ὅλοι πάνω μέ ἀλαλαγμούς χαρᾶς. Οὔτε μιά μύτη δέν εἶχε ἀνοίξει κανενός. Τό χιόνι ἦταν λευκό, κατάλευκο, χωρίς μιά σταγόνα αἷμα. Ὁλόγυρά μας μόνο ἦταν γεμάτο λάκκους, πιτσιλισμένους μέ χώματα καί πέτρες. Ὅλοι γονατιστοί συνεχίσαμε τή Λειτουργία. Θαῦμα, μεγάλο θαῦμα, ἔλεγαν ὅλοι»(στό: ΘΔ, 70).

129. Ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Νικόλαος Ἀχρίδος: «Πρίν ἀπό μερικές μέρες μέ ἐπισκέφθηκε ἕνας ἔμπορος, πού μοῦ εἶπε γιά τόν ἑαυτό του τά ἑξῆς: “Κληρονόμησα μία ἐμπορική ἐπιχείρησι ἀπ’ τόν πατέρα μου καί ἐπιθυμοῦσα μέ κάθε τρόπο νά τήν ἐπεκτείνω. Χρησιμοποιοῦσα κάθε τρόπο καί κάθε μέσο γιά νά πετύχω τό στόχο μου. Ἐξαπατοῦσα τούς ἀνθρώπους, χρησιμοποίησα πλαστά χρήματα, ὁρκιζόμουν ψεύτικα τήν ὥρα κατά τήν ὁποία πουλοῦσα καί τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἀγόραζα, ἔβαζα μεγάλο τόκο στούς ὀφειλέτες μου, ἔκλεβα ἀπ’ τόν καθένα καί ἤμουν τσιγκούνης μέ ὅλους. Καί ὅσο ἐγώ βυθιζόμουν μέ ὅλη μου τήν ψυχή στίς ἐμπορικές μου δραστηριότητες, ὁ διάβολος μπῆκε στό σπίτι μου ἀπ’ τήν ἄλλη πόρτα καί ἄρχισε νά τό καταστρέφη συθέμελα. Δηλαδή, ἡ γυναῖκα μου παραδόθηκε στήν ἀκολασία καί ὁ μοναχογιός μας, περιφρονώντας καί ἐμένα καί τή μητέρα του, ἔφυγε μακρυά, ἐγκατέλειψε τό σπίτι χωρίς νά πῆ τίποτε. Μιά Κυριακή, πρίν νά βραδιάση, καθόμουν στό σπίτι δίπλα στό παράθυρο, σκεπτόμενος τή δουλειά μου. Τότε ἄκουσα δύο ἀνθρώπους νά μιλοῦν, στό δρόμο κάτω ἀπ’ τό παράθυρό μου. Ὁ ἕνας ρώτησε τόν ἄλλο:
—Ποῦ βρισκόμασθε;
Καί ὁ ἄλλος εἶπε:
—Αὐτό εἶναι τό σπίτι τοῦ τάδε ἐμπόρου.
Ἀκούγοντας τό ὄνομά μου εἶπε ὁ πρῶτος:
—Ὁ Θεός ἄς συγχωρέση τήν ψυχή τοῦ τίμιου πατέρα του. Καλύτερα θά ἦταν αὐτός ὁ ἄσπλαγχνος γυιός του, νά σβήση ἀπ’ τήν ταμπέλα τό ὄνομα τοῦ τίμιου πατέρα του καί νά γράψη τήν ἐπιγραφή ‘Διάβολος καί Σία’.
Ἐκείνη τή στιγμή ἄν ἕνας κεραυνός κτυποῦσε τό σπίτι μου, λιγότερο θά μέ τάραζε ἀπό αὐτά τά λόγια. Τήν ἴδια νύκτα, παρόλο πού ἦταν σκοτάδι καί ἔβρεχε, πῆγα στόν τάφο τοῦ πατέρα μου καί ἔμεινα ἐκεῖ μέχρι τό ξημέρωμα, κλαίγοντας μέ λυγμούς. Τό πρωΐ ἐγκατέλειψα τά πάντα καί βρῆκα καταφύγιο σ’ ἕνα ἀπομακρυσμένο μοναστήρι. Ἐκεῖ παρέμεινα μέχρι τώρα, μετανοώντας βαθειά μέ νηστεία καί προσευχή. Σήμερα νιώθω πώς εἶμαι ἐντελῶς διαφορετικός ἄνθρωπος. Βρῆκα τήν ψυχή μου, τό μοναδικό μου θησαυρό. Ἄρχισα νά σκέπτωμαι καί νά φροντίζω γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μου, περισσότερο ἀπό καθετί ἄλλο στόν κόσμο”»(ΝΑ, 19).

130. Σημειώνει ὁ Ἅγ. Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ: «“Ὅπου εἶναι τό σῶμα, ἐκεῖ θά μαζευθοῦν καί οἱ ἀετοί”(Λκ 17, 37), πού τρέφονται μ’ αὐτό τό σῶμα, μαρτυρεῖ τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Οἱ ἄξιοι, συμμετέχοντας στή μετάληψι τῆς πνευματικῆς τροφῆς, πού κατέβηκε ἀπ’ τόν οὐρανό καί δίνει ζωή στόν κόσμο, γίνονται πνευματικοί ἀετοί καί ἀνεβαίνουν ἀπ’ τά χαμηλώματα τῆς σαρκικῆς καταστάσεως στά οὐράνια ὕψη τῆς πνευματικῆς. Ἄς πετάξουμε κι ἐμεῖς ψηλά, ἐκεῖ ὅπου ὁ Θεάνθρωπος ἀνέβασε τό σῶμα Του καί τήν ἀνθρώπινη φύσι. Αὐτός μέ τή θεία Του φύσι εἶναι προαιώνια ἑνωμένος μέ τόν Πατέρα καί μέ τήν ἀνθρώπινή Του φύσι κάθησε στά δεξιά τοῦ Πατέρα, στούς οὐρανούς, μετά τήν πραγματοποίησι τῆς λυτρώσεως τῶν ἀνθρώπων»(ΑΕ, 227).

Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση (Διαχρονικό Ημερολόγιο), εκδ. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός


<>





Ἀναφέρει ὁ π. Ἰωακείμ Σπετσιέρης: 

«Μιά κόρη πού λεγόταν Ἄννα ἀπ᾽ τή Νάξο ἔμενε στήν Ἀθήνα ὡς ὑπηρέτρια σέ διάφορες καλές οἰκογένειες. Τότε πού τή γνώρισα ἦταν εἴκοσι ἐτῶν.
Μία μέρα, ἐνῶ διάβαζα τόν ἐσπερινό στήν ἐκκλησία τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων, ἦρθε στήν ἐκκλησία καί μετά τόν ἐσπερινό μοῦ εἶπε:
—π. Ἰωακείμ, κινδυνεύει ἡ τιμή μου· εἶμαι ὑπηρέτρια σέ μία καλή οἰκογένεια καί ὁ ἴδιος ὁ κύριός μου ἐπιβουλεύεται τήν τιμή μου. Ἄχ! Τί νά κάνω; Νά παντρευόμουν νά ἡσυχάσω.
Τῆς λέω:
—Κάνε τρεῖς μετάνοιες μπροστά στήν εἰκόνα τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων.
Ἔκανε καί τῆς εἶπα:
—Προσκύνησε τήν εἰκόνα καί κάνε ἄλλες τρεῖς μετάνοιες.
Προσκύνησε καί ἔκανε καί τίς τρεῖς μετάνοιες.
Τότε τῆς εἶπα:
—Πήγαινε καί μέσα σέ δεκαπέντε μέρες θά παντρευτῆς.
Καί ἔτσι ἔγινε· δέν πέρασαν δεκαπέντε μέρες καί παντρεύτηκε μέ ἕνα καλοκάγαθο νέο πού λεγόταν Λάζαρος. Ἀπέκτησε παιδιά καί ζῆ ἀκόμη στήν Ἀθήνα μέ τά παιδιά της»(ΠΕ, 43).

<>





Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἄνθρωποι πού δέν ζητοῦν τίποτε, εἶναι πάντα ἐκείνοι πού δίνουν τά περισσότερα.
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Εἴμαστε ἀνοιχτά βιβλία στά χέρια ἀγράμματων ἀνθρώπων.
Οἱ ἄνθρωποι, κρίνουν ἀπ᾽ τό ἐξώφυλλο, χωρίς νά διαβάζουν μέσα.
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Εὐαισθησία εἶναι, νά φορᾶς τά παπούτσια ὅλων καί νά μήν κρίνης τά βήματα κανενός!
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Εἶσαι δυνατός ὅταν ἀναγνωρίζεις τίς ἀδυναμίες σου, ὄχι ὅταν πατᾶς σέ ἄλλους ἀνθρώπους.
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Νομίζω ὄτι οἱ ἐξαιρετικοί ἄνθρωποι εἶναι ἐκείνοι πού ζοῦν τή ζωή μέ εὐαισθησία, πού ξέρουν πῶς νά ἀφοσιωθούν στούς ἄλλους καί ἀγαποῦν τή ζωή γιά αὐτό πού ἔχει νά προσφέρη ἡ κάθε μέρα.
Ἡ Πίστι εἶναι ἡ ἀληθινή δύναμι τῆς ζωῆς...
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Οἱ πιό εὐτυχισμένοι ἄνθρωποι δέν εἶναι ἀπαραίτητα ἐκείνοι πού ἔχουν τά καλύτερα, ἀλλά ἐκείνοι πού κάνουν τό καλύτερο ἀπό αὐτό πού ἔχουν. Ἡ ζωή δέν εἶναι γιά τήν ἐπιβίωσι τῆς καταιγίδος, ἀλλά γιά τον χορό στη βροχή!
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Νά εἶσαι πάντα ὁ δρόμος γιά ἐκείνους πού χάνονται καί φῶς γιά ἐκείνους πού δέν ἐλπίζουν πιά.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com





«Καταθέτω κι ἐγώ, ὡς μιά σταγόνα ἀπ᾽ τήν προσωπική μου ὀδύνη, μιά φράσι πού εἶχα νά τήν ἀκούσω καί νά τήν αἰσθανθῶ ἀπ᾽ τό θάνατο ἐνός ἄλλου μακαριστοῦ Ἐπισκόπου, ἴδιας “κοπῆς” μέ τόν μακαριστό: τοῦ Χρυσοστόμου Βούλτσου, τοῦ πρῶτου Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης. Εἶχαν πεῖ γιά ἐκεῖνον, τό λέω κι ἐγώ τώρα ἐνώπιον τοῦ σεπτοῦ σκηνώματος τοῦ Σιατίστης:
Δεσπότης, ὄχι ἀπ᾽ τό “δεσπόζω”, ἀλλά ἀπ᾽ τό “δές πῶς ζῶ”.
Παῦλος, Μητροπολίτης Σισανίου καί Σιατίστης, Ὑπέρτιμος καί Ἔξαρχος Μακεδονίας: Ἕνας δεσπότης, ν᾽ ἀλλάξης ζωή»(ΜΣ).



<>





«Ἡ καρδερίνα (Παύλος Νιρβάνας)

—Φλώρια, καρδερίνες, φλώριααα!
—Πόσο τίς δίνεις, βρέ παιδί, τίς καρδερίνες; 
—Τρεῖς δραχμές, μπάρμπα. Τρεῖς δραχμές καί μ᾽ ἐγγύησι. Πάρε, ἀφέντη, νά σέ ξυπνᾶ τό πρωΐ.
—Δέν κάνει δύο δραχμές;
—Ἄν θέλης νά πάρης τή βραχνιασμένη...
Ὁ μεσόκοπος ἄνθρωπος μέ τά ξενικά ροῦχα, κάποιος πρόσφυγας ἀπό ἐκείνους, πού πλημμύριζαν τό πειραιώτικο λιμάνι, ἔβγαλε τό κομπόδεμα ἀπό τό ζωνάρι του, ἔδωσε ἕνα δίδραχμο στό παιδί καί πῆρε στά χέρια του τήν καρδερίνα.
Τήν κράτησε λιγάκι ἐλαφρά στά δάχτυλά του, τήν χάιδεψε πονετικά καί τήν κοίταξε καλά καλά, φέρνοντας τό ἀνήσυχο κεφαλάκι της μπροστά στά μάτια του, σάν νά ἤθελε νά τῆς πῆ κάποιο γλυκό λόγο. Ὕστερα, τινάζοντάς την ἐλεύθερη πάνω στήν παλάμη του, τήν ἄφησε νά πετάξη, κάνοντας τἄχα πώς τοῦ εἶχε ξεφύγει ἀπ᾽ τά χέρια του:
—Βρέ, τό ἀφιλότιμο τό πετούμενο! Tό εἶδες ἐκεῖ!
Ἀπό μέσα του ὅμως φαινόταν καταχαρούμενος ὁ παράξενος ἐκεῖνος ἄνθρωπος. Θά μποροῦσε νά ὁρκιστῆ κανείς, πώς αὐτό πού ἔγινε, δέν ἦταν καθόλου τυχαῖο. Ὁ ξένος, χωρίς ἄλλο, εἶχε ἀγοράσει τό πουλί, γιά νά τοῦ χαρίση τήν ἐλευθερία του. Ἄν προσπαθοῦσε νά κρύψη τό σκοπό του, τό ἔκανε ἴσως ἀπό ἐυγένεια. Καί θά μποροῦσε νά ὁρκιστῆ κανείς ἀκόμη, πώς ἔτσι ἦταν τό πράγμα, ἄν τόν ἔβλεπε μέ τί λαχτάρα ἀκολουθοῦσε τό φτερούγισμα τῆς καρδερίνας στόν ἐλεύθερο ἀέρα. Ἕνα φτερούγισμα τρελό, μέ μουδιασμένα φτερά, πού τήν ἔφερε στό κατάρτι ἑνός καϊκιοῦ, σαστισμένη ἀκόμη ἀπό τήν ξαφνική χαρά της.
—Βρέ, τό ἀφιλότιμο τό πετούμενο, πῶς μοῦ ξέφυγε!
Ἀπό μέσα του ὅμως ἔλεγε χωρίς ἄλλο ὁ γεροντάκος:
—Κάνε τη δουλειά σου, πουλάκι μου, καί μή σέ μέλει.
Δύο μορτάκια, πού ἔκαναν τό βαρκάρη ἐκεί δίπλα, πήδησαν ἀμέσως μέσα στό καΐκι:
—Νά το, νά το, πάνω στό πανί ἀκούμπησε, εἶπε τό ἕνα.
—Πέτα τό σακκάκι σου, νά τό ρίξης κάτω. Δεν βλέπεις, πώς εἶναι μουδιασμένο;, ἀπάντησε τό ἄλλο.
Ὁ ἐλευθερωτής δέν μπόρεσε νά κρυφτῆ πιά. Ὅρμησε ἄγριος στήν ἄκρη τοῦ μόλου καί φώναξε, κουνώντας τό μπαστούνι κατά τό καΐκι.
—Κάτω, παλιόπαιδα! Δικό σας εἶναι τό πουλί; Ἐγώ τό ἀγόρασα, ἐγώ θέλησα καί τό ἄφησα. Ὁρίστε μας! Κάτω γρήγορα, γιατί θά σᾶς σπάσω τά παΐδια σας.
Καί μόνον ὅταν εἶδε τό πουλί νά τινάζη τίς φτερουγίτσες του καί νά σκίζη χαρούμενο τόν ἀέρα, μονάχα τότε πῆρε τό δρόμο του, μουρμουρίζοντας:
—Μά, βέβαια, μέσα στήν ἐλευθερία γεννήθηκαν· ποῦ νά ξέρουν τί θά πῆ σκλαβιά!



<>





Να χαίρεσθε όσα μας περιβάλλουν. Όλα μας διδάσκουν και μας οδηγούν στον Θεό. Όλα γύρω μας είναι σταλαγματιές της αγάπης του Θεού. Και τα έμψυχα και τα άψυχα και τα φυτά και τα ζώα και τα πουλιά και τα βουνά και η θάλασσα και το ηλιοβασίλεμα και ο έναστρος ουρανός. Είναι μικρές αγάπες μέσα από τις οποίες φθάνουμε στη μεγάλη Αγάπη. Τον Χριστό.  Για να γίνει κάνεις χριστιανός πρέπει να έχει ποιητική ψυχή, πρέπει μα γίνει ποιητής. Η φύση είναι το μυστικό Ευαγγέλιο. Όταν όμως δεν έχει κανείς εσωτερική Χάρι δεν τον ωφελεί η φύση. Η φύση μας ξυπνάει, αλλά δεν μπορεί να μας πάει στον Παράδεισο. Ο πνευματεμφόρος, αυτός που έχει το Πνεύμα του Θεού προσέχει όπου περνάει, είναι όλο μάτια, όλο όσφρηση. Όλες του οι αισθήσεις ζούνε, αλλά ζούνε με το Πνεύμα του Θεού. Είναι αλλιώτικος. Όλα τα βλέπει κι όλα τα ακούει. Βλέπει τα πουλιά την πέτρα την πεταλούδα... περνάει από κάπου, αισθάνεται το κάθε τι, ένα άρωμα για παράδειγμα. Ζει μέσα σε όλα. Στις πεταλούδες στις μέλισσες κ.τ.λ. Η Χάρις τον κάνει μα είναι προσεκτικός. Θέλει να είναι μαζί με όλα. Κι εγώ στην αρχή ήμουν "χοντρός" (στο πνεύμα), δεν καταλάβαινα. Μετά ο Θεός μου έδωσε την Χάρι. Τότε όλα άλλαξαν. Αυτό έγινε αφού άρχισα την υπακοή. 

— Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης (+1991)


<>





«Καλοκαίρι 2012. Στίς ὄχθες μιᾶς μεγάλης λίμνης τῆς Γερμανίας πολύς κόσμος προσπαθῆ νά χαρῆ τή δροσιά μιᾶς θάλασσας στά νερά τῆς λίμνης. Ἀνάμεσά τους μιά οἰκογένεια, τῆς ὁποίας ὁ πατέρας ἔχει ἑλληνική καταγωγή.
Νέος ἄνδρας, ὁ ὁποῖος μέ τή φώτισι τοῦ Θεοῦ βαπτίστηκε Ὀρθόδοξος πρίν λίγα χρόνια στό Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Βαρνάκοβας. Πῆρε τή Χάρι τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, κι ἐκείνη τήν ἡμέρα ἐπρόκειτο νά ζήση μιά ζωντανή ἐμπειρία τῆς θείας Βοηθείας καί προστασίας τοῦ Χριστοῦ.
Τά παιδάκια του, ὅταν ἔρχονταν στήν Ἑλλάδα, παρακολουθοῦσαν μέ ἐξαιρετικό ἐνδιαφέρον τόν παπποῦ, ὅταν μέ πολλή εὐλάβεια στεκόταν μπροστά στό εἰκονοστάσι καί προσευχόταν. Τότε πήγαιναν κι αὐτά κοντά του καί ἐμιμοῦντο ὅ,τι ἔκανε ὁ παπποῦς. Ἐκεῖνος, ὅμως, δέν ἀρκεῖτο σ᾽ αὐτό, ἀλλά τά ἐνημέρωνε γιά τήν ἀξία τῆς προσευχῆς καί τά δίδασκε πῶς πρέπει νά προσεύχωνται.
Τήν ἡμέρα πού ἔγινε τό ἐξιστορούμενο γεγονός, ὁ πατέρας πῆρε τό ἕνα ἀγοράκι του ἐπάνω σ᾽ ἕνα κανό καί ἀπομακρύνθηκαν στά βαθειά τῆς λίμνης. Τόσο βαθειά πῆγαν, πού διέκριναν τήν ἀπέναντι δασωμένη ἀλλά καί ἀπόκρημνη ὄχθη τῆς λίμνης.
Τότε, σέ μιά στιγμή ἔσπασε τό μοναδικό κουπί τοῦ κανό! Ταράχτηκε ὁ πατέρας καί προσπάθησε νά βρῆ μιά λύσι, νά δέση κάπως τό κουπί. Δέν ὑπῆρχε, ὅμως, τίποτε. Μόνο ἕνα καρδόνι πού εἶχε τριγύρω στή μέση του, ὄχι πολύ χοντρό. Μέ αὐτό ἄρχισε τήν προσπάθεια νά δέση τό κουπί. Ἀπελπισμένη προσπάθεια, ἀλλά κάτι ἔπρεπε νά κάνη.
Τό ἀγοράκι κατάλαβε τόν κίνδυνο καί γονάτισε στό μικρό κοίλωμα τοῦ κανό, ἔκρυψε τό προσωπάκι του στά χέρια του καί ἄρχισε νά προσεύχεται! (Εὐπρόσδεκτη ἀπ᾽ τό Θεό παιδική προσευχή!) Κάποια στιγμή τό παιδάκι σταμάτησε νά προσεύχεται καί λέει στόν πατέρα του μέ σοβαρότητα:
—Μπαμπά, μήν στενοχωριέσαι! Ὁ Χριστούλης μοῦ εἶπε πώς θά μᾶς βοηθήση!
Πράγματι τό δεμένο μέ τό κορδόνι κουπί δέν ἔσπασε παρά 20 μέτρα ἀπ᾽ τήν ἀκτή! Ὁλοφάνερη ἡ θεία ἐπέμβασι καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ!»(ΠΒ).

<>





«Ἕνας ταξιτζής διηγεῖται ἕνα σπάνιο περιστατικό πού τοῦ συνέβη μέ πελάτη του. Ἦταν ἀπόγευμα, ἕνα ἀπ᾽ τά συνηθισμένα πολυτάραχα ἀπογεύματα στό κέντρο τῆς ἀθήνας. Ὁ κόσμος οὐρά στή στάσι τῆς Ὀμονοίας τῶν ΤΑΞΙ.
—Κουκάκι, παρακαλῶ!...
—Εὐχαρίστως, τοῦ ἀπαντῶ.
Αὐτός ἦταν ὅλος ὁ διάλογος μέχρι τέλους τῆς διαδρομῆς, διότι τό ὕφος καί ὁ τρόπος δέν ἄφηνε κανένα περιθώριο συζητήσεως. Στό ὕψος τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου (Γαργαρέτας) καί ἐπί τῆς ὁδοῦ Βεΐκου κατέβηκε, καί λίγα μέτρα πιό κάτω ἕνα ἄλλο χέρι μέ τό χαρακτηριστικό νεῦμα μέ σταματάει.
Ἦταν νεαρός ὁ καινούργιος μου ἐπιβάτης 25-27 ἐτῶν περίπου, μετρίου ἀναστήματος καί κρατοῦσε μιά βαλίτσα.
Τοποθετώντας ἐγώ τά πράγματά του στό “πόρτ-μπαγκάζ”, ὁ νεαρός κάθησε στή θέσι τοῦ συνοδηγοῦ.
Καί μέ μιά ποιητική ἔκφρασι, πού σπάνια χρησιμοποιοῦσα κατά τό παρελθόν: “Σάν βγεῖς στόν πηγαιμό γιά τήν Ἰθάκη, νά εὔχεσαι νά ᾽ναι μακρύς ὁ δρόμος σου, μεγάλο τό ταξίδι”, ὑπονοούσα: “γιά ποῦ πᾶμε;”.
—Ναι, φίλε μου, γιά τήν Ἰθάκη, ὅμως ὄχι γιά τό νησί, ὅπως θά φαντάστηκες, ἄλλα γιά τό ἀποτοξινωτικό κέντρο “Ἰθάκη”..., ἦταν ἡ ἀπάντησι πού γιά λίγα δευτερόλεπτα μέ ἄφησε ἄναυδο.
—Στό σταθμό Λαρίσης στά τραῖνα, παρακαλῶ..., συμπληρώνει.
Ἦταν ἀναπάντεχη πράγματι ἡ ἀπάντησι τοῦ νεαροῦ ἐπιβάτη μου, διότι τίποτε ἀπ᾽ τά ἐξωτερικά του γνωρίσματα (ματιά, ὕφος, ἐνδυμασία, συμπεριφορά) δέν πρόδιδε τό ἐπάρατο πάθος τῆς ναρκομανίας του.
Ἕνα πλῆθος συναισθημάτων, (πόνου, λύπης, συμπάθειας, ἀγάπης...), διαδέχονταν τό ἕνα τό ἄλλο μέσα μου, ἕνα δυνατό σφίξιμο στήν καρδιά μου πού τήν ἔκανε νά κινῆται ἄτακτα μέσα στό στῆθος μου, ἕνα δάκρυ κύλησε στά μαγουλά μου γιά τό κατάντημα τοῦ ἀδελφοῦ μου, γιά τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ μου.
Προσπάθησα νά συγκρατηθῶ, διότι ἤθελα καί νά μάθω κάτω ἀπό τί συνθήκες ἔφθασε ἐκεῖ πού ἔφθασε, ἐπειδή εἶμαι καί ἐγώ πατέρας μέ παιδιά στά πρόθυρα τῆς ἐφηβείας.
Ἀφοῦ ἀλληλοσυστηθήκαμε, παρακάλεσα τόν Παῦλο, ἄν δέν τοῦ ἔκανε κακό τό φρεσκάρισμα τέτοιων γεγονότων καί ἄν δέν τόν κούραζε, νά μοῦ ἔλεγε λίγα πράγματα γύρω ἀπ᾽ τή ζωή του καί ἀπό τό πάθος του.
Με προθυμία ἀνταποκρίθηκε στήν παράκλησί μου καί τόν εὐχαριστῶ.
“Κατ᾽ ἀρχήν ἔχω νά πᾶρω δύο μῆνες ἀπ᾽ αὐτό τό δηλητήριο καί νοιώθω ὅπως ὅλοι οἰ ἄνθρωποι οἰ φυσιολογικοί. Δέν ἔχω καμμία ἐπιθυμία γιά νά τό ξαναβάλω στό αἷμα μου καί αὐτό τό ὀφείλω ὄχι σέ κάποια προσπάθεια δική μου, ἄλλα ἐξ ὁλοκλήρου στή θαυμαστή δύναμι τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων Του, ἀλλά θά σοῦ τά πω ἀπ᾽ τήν ἀρχή ἀφοῦ τόσο πολύ τό θέλεις.
Γεννήθηκα καί μέχρι ὀκτώ ἐτῶν μεγάλωσα στήν Ἀθήνα καί συγκεκριμένα στό Κουκάκι ἐκεῖ πού μέ πῆρες. Εἶμαι μοναχοπαίδι καί οἰ γονεῖς μου μέ ἀγαποῦν παθολογικά, χωρίς νά μοῦ χαλοῦν κανένα χατίρι.
Σέ ἡλικία λοιπόν ὀκτώ ἐτῶν, μαζί μέ τούς γονεῖς μου φύγαμε γιά τήν Ἀμερική γιά καλύτερη ζωή. Οἰ γονεῖς μου μέ τή βοήθεια τῶν συγγενῶν μου ἐκεῖ ἔπιασαν δουλειά καί ἐγώ πήγαινα στό σχολεῖο.
Μεγαλώνοντας, ὅμως, μεγάλωναν μαζί μου καί οἰ παράλογες ἐπιθυμίες μου καί τά “βίτσια” μου. Ἔμπλεξα λόγῳ χαρακτήρα εὔκολα μέ ἄσχημες παρέες καί πολύ γρήγορα δοκίμασα τή μαριχουάνα καί τό χασίς.
Περνώντας ὁ καιρός καί τά χρόνια δέν μέ ἱκανοποιούσαν τά ἐλαφρά ναρκωτικά οὔτε ἐμένα οὔτε καί τήν παρέα μου. Τό ρίξαμε, λοιπόν, ὅλοι στά σκληρά ναρκωτικά, πού τά βρίσκαμε στό ἴδιο περιβάλλον καί μέ τήν ἴδια εὐκολία, ὅπως καί τά ἐλαφρά. Αὐτά, ὅμως, ἦταν ἀκριβά κι ἐγώ δέν ἐργαζόμουν.
Στήν ἀρχή ἔκλεβα ἀπό τίς τσέπες καί τά πορτοφόλια τῶν γονιῶν μου. Ὅταν, ὅμως, μέ τόν καιρό εἶχα ἀνάγκη ἀπό μεγαλύτερες δόσεις καί σέ σημεῖο πού ἔγινα ἀντιληπτός ἀπ᾽ τούς γονεῖς μου, τότε μέχρι καί πού τούς ἔδερνα γιά νά τούς τά παίρνω. Ἡ κατάστασί μου ἦταν δραματική τό καταλάβαινα, ἀλλά δέν μποροῦσα νά κάνω πίσω μέ τίποτε.
Οἱ γονεῖς μου μέ ἔτρεχαν σέ γιατρούς καί σέ ψυχολόγους μήπως καταφέρουν κάτι, ἄλλα τίποτε, κανένα φῶς ἀπό πουθενά, μερικοί καί μάλιστα διακεκριμένοι ἐπιστήμονες τούς ἔλεγαν, ὅτι ἄν δέν ἀλλάξω σύντομα περιβάλλον, λίγος εἶναι ὁ καιρός τῆς ζωῆς μου.
Στό διάστημα αὐτό καί καθώς ἤμουν μόνος μου στό σπίτι σέ κατάστασι ἀπελπισίας, ἐμφανίζεται μπροστά μου ἕνας παράξενος ἐπισκέπτης πού γιά πρώτη φορά τόν ἔβλεπα.
Ἦταν μέτριος στό ἀνάστημα, εἶχε στρογγυλά καί πολύ μεγάλα μάτια πού περιστρεφόντουσαν, εἶχε μαύρο καί δασύ τρίχωμα, τοῦ ὀποίου τό μῆκος θά ξεπερνοῦσε τά δεκαπέντε ἐκατοστά.
Ἐπίσης εἶχε κέρατα καί οὐρά. Εἶχε μία τρανταχτή σταθερή φωνή καί φοβερή πειθώ πού δέν σοῦ ἄφηνε περιθώρια γιά ἀντιρρήσεις.
Ἄρχισε νά ἀπαριθμῆ τή ζωή μου ἀπό τότε πού γεννήθηκα μέχρι ἐκείνη τή στιγμή μέ κάθε λεπτομέρεια κι᾽ἐγώ ἀπλώς ἔλεγα: “Ναι”.
—Ὅλα τά ἔχεις ἀπολαύσει, μου λέει στό τέλος, τίποτε δέν σοῦ μένει πιά, παρά ναρθῆς μαζί μου...
Τοῦ ἀπαντώ:
—Πῶς;
—Θά πάρης τό αὐτοκίνητο, μοῦ λέει, καί θ᾽ ἀκολουθήσης τόν τάδε δρόμο, θά τρέξης μέ τόσα μίλια (δέν θυμάμαι τόν ἀριθμό) κι ἐκεῖ θά σέ περιμένω ἐγώ...
Ὁ δρόμος αὐτός ἦταν εὐθύς γιά πολλά μίλια καί σέ κάποιο σημεῖο εἶχε μιά ἐλαφρά στροφή, ὥστε ὅσοι ἔτρεχαν μέ ὑπερβολική ταχύτητα ἔβγαιναν ἔκτος δρόμου καί προσέκρουαν σ᾽ ἕνα μανδρότοιχο πού δέν γλύτωναν.
Εἶχα ἀκούσει γιά πολλά ἀτυχήματα στό σημεῖο ἐκεῖνο κατά τό παρελθόν. Ἔκανα ὅπως ἀκριβῶς μου εἶπε καί κατέληξα κι ἐγώ στόν μανδρότοιχο.
Τό αὐτοκίνητο ἔγινε σχεδόν ἀγνώριστο κι ἐμένα μ᾽ ἔβγαλαν μέ μικροτραύματα. Ἀφοῦ μοῦ προσέφεραν τίς πρῶτες Βοήθειες, πῆγα στό σπίτι μου.
Πέρασαν δέκα ἡμέρες περίπου ἀπ᾽ τό ἀτύχημά μου καί ἐμφανίζεται στό σπίτι μου, στήν κουζίνα αὐτή τή φορά, ὄ ἴδιος παράξενος ἐπισκέπτης.
Μιά γκριμάτσα δυσφορίας στό ἄγριο καί ἐπιβλητικό πρόσωπό του· ἕνα κούνημα τῆς κεφαλῆς πρός τά πίσω· καί ἡ ἴδια χαρακτηριστική φωνή του μοῦ λέει:
—Τίποτε δέν κατάφερες.
Καθόμουν καί τόν κοίταζα σάν ἀπολιθωμένος καί μόλις πού κατάφερα νά τόν ρωτήσω:
—Τί νά κάνω;
—Τώρα θά πάρης τρεῖς φορές δόσι ἀπ᾽ αὐτό πού παίρνεις καί θά ἔρθης σίγουρα μαζί μου.
Ἐξαφανίστηκε αὐτός καί δέν ἀναρωτήθηκα, οὔτε πῶς μπῆκε στό σπίτι οὔτε ποιός ἦταν.
Ἔβαλα σέ ἐφαρμογή ἀμέσως τό σχέδιο.
Ἑτοίμασα τό ὑλικό στήν σύριγγα κι ἔψαξα νά βρῶ μέρος στό κατάσπαρτο ἀπ᾽ τά τρυπήματα σῶμα μου. Ἡ δόσι ἦταν μεγάλη κι ἔπεσα ἀμέσως ἀναίσθητος.
Καθώς βρισκόμουν σ᾽ αὐτή τήν κατάστασι, βλέπω ἕνα ψηλό μέ ράσα μέ μαῦρο σκουφί πού στό μέτωπό του ἦταν χαραγμένος Σταυρός.
—Μη φοβᾶσαι, μοῦ εἶπε, θά γίνης καλά καί ὅταν ἐπιστρέψης στήν Ἑλλάδα, νά ἔρθης στό σπίτι μου· εἶμαι ὁ Ἐφραίμ...
Σηκώθηκα σάν νά μήν εἶχα πάρει ἐντελῶς ἀπ᾽ αὐτό τό καταραμένο δηλητήριο. Ἔνοιωσα τήν ἐπιθυμία νά φύγω γιά τήν Ἑλλάδα καί μόλις τό εἶπα στή μητέρα μου ἀπόρησε καί τό θεώρησε θαῦμα, διότι πολλές φορές προσπάθησαν νά μέ διώξουν ἀπ᾽ αὐτό τό περιβάλλον καί δέν τά κατάφερναν.
Ἐξιστόρησα στή μητέρα μου τά ὅσα μοῦ εἶχαν συμβεί καί θέλησε νά μέ συνόδευση στό ταξίδι μου.
Ὅταν ἤρθαμε στήν παλαιά μου γειτονιά, πήγαμε στόν ἱερέα τῆς ἐνορίας ἐκεῖ καί ἀπ᾽ αὐτόν ἔμαθα, ποιος ἦταν αὐτός ὄ παράξενος ἐπισκέπτης καί τί ζητοῦσε ἀπό μένα.
Ἦταν ὁ διάβολος καί ζητοῦσε τήν ἀθάνατη ψυχή μου.
Εὐχαριστώ τό Θεό μέσα ἀπό τά τρίσβαθα τῆς ψυχῆς μου.
Ἀφοῦ ἐξομολογήθηκα καί νήστεψα, ὁ ἰερέας μέ κοινώνησε σέ δεκαπέντε μέρες.
Ὅταν εἶδα τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Ἐφραίμ τῆς Ν. Μάκρης, θυμήθηκα ὅτι αὐτός ἦταν πού μέ γλύτωσε ἀπ᾽ τό φοβερό μου πάθος.
Πῆγα στή Ν. Μάκρη κι ἔκανα Λειτουργία κι εὐχαρίστησα τόν Ἅγιο.
Τώρα πηγαίνω σ᾽ αὐτό τό ἴδρυμα, γιά νά ξεφύγω λίγο ἀπό τόν κόσμο καί νά σιγουρευτῶ, ὅτι δέν τό ἀποζητῶ”.
Κ. Σ., Ἀθήνα»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>



«Κουβεντιάζεις γιά ὅλα, γιά τά γίδια, γιά τά χωράφια, γιά τά λεφτά, γιά τίς καταθέσεις, γιά τίς παντρειές καί τά διαζύγια...
Γιά τό Χριστό δέν μιλᾶς.
Τό νά μήν μιλᾶς γιά τό Χριστό, πού σοῦ δίνει τό φῶς, τόν ἀέρα, τό ψωμί, τά πάντα, εἶναι ἁμαρτία, ἀχαριστία.
Ὅπως, λοιπόν, ἡ Ἁγ. Φωτεινή μιλοῦσε γιά τό Χριστό, ἔτσι νά μιλᾶς καί ἐσύ γιά αὐτόν.
Νά μιλᾶς μέσα στό σπίτι.
Εἶσαι πατέρας; Ὅταν βραδιάζη φώναξε τήν γυναῖκα καί τά παιδιά σου καί μίλα τους γιά τό Χριστό.
Πᾶρε καί διάβασε τό Εὐαγγέλιο.
Θά πεθάνης μιά μέρα καί ὅλα θά τά ξεχάσουν τά παιδιά καί τά λεφτά καί τά πλούτη.
Ἕνα δέν θά ξεχάσουν ποτέ.
Ὅτι τούς μιλοῦσες γιά τό Χριστό.
Δέν θά ξεχάσουν ποτέ τή μάνα, τόν πατέρα καί τή γιαγιά πού τούς μιλοῦσαν γιά τό Χριστό.!
Δημήτριος Παναγόπουλος, Ἱεροκήρυξ+»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>






«Πρίν ἀπό πολλά χρόνια στή Ρωσία οἰ ἄνθρωποι δέν μποροῦσαν ν᾽ ἀγοράσουν ἐλεύθερα ὅσο ψωμί ἤθελαν.
Τήν ποσότητα τοῦ ψωμιοῦ, πού ἔπρεπε νά πάρουν, τήν ὅριζε τό κράτος ἀνάλογα μέ τά μέλη τῆς κάθε οἰκογένειας.
Ἔτσι στόν καθένα ἀντιστοιχοῦσε ἕνα “κουπόνι ψωμιοῦ” καί μέ αὐτό τό κουπόνι μποροῦσε νά πάρη ἀπ᾽ τόν φοῦρνο τήν ποσότητα ψωμιοῦ, πού τοῦ ἀναλογοῦσε.
Στήν πόλι Λένινγκραντ —σήμερα ἡ πόλι αὐτή λέγεται Ἁγ. Πετρούπολι— ζοῦσε μιά εὐσεβής γυναῖκα, ἡ Ἐλισάβετ Ἐφίμοβνα Χμελέβα.
Μέ τό κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ της μποροῦσε κάθε μέρα νά ἀγοράζη ἀπ᾽ τόν φοῦρνο 400 γραμμάρια ψωμί.
Τό 1941, στόν Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, τό Λένινγκραντ πολιορκήθηκε ἀπ᾽ τούς Γερμανούς γιά 900 ἡμέρες, δηλαδή γιά δυόμιση περίπου χρόνια.
Ὅταν ἄρχισε ἡ πολιορκία τά τρόφιμα γίνανε δυσεύρετα καί τά κουπόνια τοῦ ψωμιοῦ, πού κρατοῦσαν στά χέρια τους οἰ κάτοικοι, ἦταν πιά ἄχρηστα.
Μιά μέρα ἡ Ἐλισάβετ ἄδικα προσπάθησε γυρνώντας ὁλόκληρη σχεδόν τήν πόλι νά βρῆ λίγο ψωμί.
Οἱ διαδόσεις πώς τάχα σέ “κάποια” γειτονιά “κάποιος” φοῦρνος εἶχε βρεῖ ἀλεύρι κι ἔψησε ψωμί ἀποδείχτηκαν πώς ἦταν ὅλες ψεύτικες.
Ἡ γυναῖκα γύρισε ἀργά τό βράδυ ἀπελπισμένη, ταλαιπωρημένη καί νηστική στό σπίτι της.
Ἡ στεναχώρια της ἦταν πολύ μεγάλη.
Ἔβγαλε τό κουπόνι ἀπ᾽ τήν τσάντα της καί κρατώντας το στά χέρια ἔστρεψε τά δακρυσμένα μάτια της στό εἰκονοστάσι καί κοίταξε τόν Ἅγ. Νικόλαο.
Δέν μπόρεσε ἀπ᾽ τή λύπη της νά τοῦ μιλήση τήν ὥρα ἐκεῖνη.
Τό μόνο πού ἔκανε ἦταν νά σηκωθῆ καί νά βάλη τό ἄχρηστο ἐκεῖνο κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ, πού κρατοῦσε, στό μικρό, στενόμακρο, ξύλινο κουτάκι τῶν κεριῶν, πού βρισκόταν μπροστά ἀπ᾽ τήν εἰκόνα.
—Ἄς τό φυλάξω, σκέφτηκε, ἴσως κάποτε ξαναγίνει χρήσιμο.
Ἔτσι, κουρασμένη καί ἐξαντλημένη ὅπως ἦταν, ἔπεσε ἄμέσως νά κοιμηθῆ.
Τήν ἄλλη μέρα ἕνα ἁπαλό σκούντημα στήν πλάτη της τήν ἔκανε νά ξυπνήση ἀπ᾽ τόν βαθύ της ύπνο.
—Ἐλισάβετ, ἄκουσε τή γειτόνισσά της, τή Μάσα, νά τῆς μιλάη.
—Μάσα, πῶς μπῆκες στό σπίτι;, ρώτησε ἡ γυναῖκα.
—Ἡ ὥρα κοντεύει ἐννέα καί, σάν εἶδα πώς δέν ἄνοιξες τό κουρτινάκι σου ἀπ᾽ τό παράθυρο πού βλέπει στό δρόμο, σκέφτηκα μήπως ἤσουν ἄρρωστη καί ἤρθα νά σέ δω. Χτύπησα πολλές φορές τό χερούλι τῆς πόρτας, μά δέν μου ἀπάντησες.
Κόλλησα τό αὐτί μου πάνω της καί δέν ἄκουσα τόν παραμικρό θόρυβο.
Τότε πῆρα τήν ἀπόφασι νά μπῶ στό σπίτι.
—Ἔκανες σάν καλή γειτόνισσα. Σ᾽ εὐχαριστῶ, Μάσα, εἶπε ἡ Ἐλισάβετ καί σηκώθηκε ἀπ᾽ τό κρεββάτι.
Κάθισε καί θά βάλω τό σαμοβάρι στή φωτιά γιά νά πιοῦμε τό τσάι μας.
Μέ τά λόγια αὐτά ἡ Ἐλισάβετ ἔστρεψε τό βλέμμα της στό τραπέζι καί εἶδε ἄξαφνα πάνω στό ὑφαντό τραπεζομάντηλο ἕνα μικρό φραντζολάκι ἴσαμε τετρακόσια γραμμάρια φρέσκο ψωμί.
—Μάσα, ποῦ βρῆκες τό ψωμί;, φώναξε ἔκπληκτη ἡ Ἐλισάβετ στή γειτόνισσά της.
Ἡ Μάσα, πού τήν ὥρα ἐκείνη εἶχε πλησιάσει τό παράθυρο καί τραβοῦσε τό κουρτινάκι γιά νά μπῆ τό πρωϊνό φῶς, γύρισε σαστισμένη τό κεφάλι της καί κάρφωσε τά μάτια στό φραντζολάκι τοῦ ψωμιοῦ, πού ἦταν πάνω στό τραπέζι.
—Ἕνα φραντζολάκι ψωμί, εἶπε σαστισμένη καί πλησίασε ἀργά, σάν μαγεμένη ἀπ᾽ τήν εἰκόνα πού ἀντίκριζαν τά μάτια της.
—Μά πές μου, Μάσα, πού βρῆκες τό ψωμί;, φώναξε ξανά τρελή ἀπ᾽ τή χαρά της ἡ Ἐλισάβετ.
—Ἐγώ πού βρῆκα τό ψωμί;
Ἐσύ θά μοῦ πῆς πού τό βρῆκες γιά νά τρέξω μέ τό κουπόνι μου νά πάρω κι ἐγώ.
—Μά τί λές, Μάσα!
Ἐγώ χθές μάτωσα τά πόδια μου γυρίζοντας ὅλο τό Λένινγκραντ ψάχνοντας νά βρῶ σέ φοῦρνο ψωμί.
Οἱ δύο γυναίκες, δίχως ν᾽ ἀγγίζουν τό ξεροψημένο φραντζολάκι, ἔσκυψαν ἀπό πάνω του καί κλείνοντας τά μάτια τους μύρισαν τό ὑπέροχο ἄρωμά του.
—Ἄν λες ἀλήθεια πώς τό ψωμί αὐτό δέν τό πῆρες μέ τό κουπόνι σου, τότε νά μοῦ τό δείξης γιά νά πειστῶ, εἶπε ἡ Μάσα.
—Νά! Ἐδῶ τό ἔχω βάλει! Στάσου μιά στιγμή καί θά σοῦ τό δείξω!
Αὐτά εἶπε τρέμοντας ἀπό συγκίνησι ἡ Ἐλισάβετ κι ἀπλώνοντας τό χέρι της πῆρε τό στενόμακρο, ξύλινο κουτάκι τῶν κεριῶν ἀπ᾽ τό εἰκονοστάσι καί τό ἀκούμπησε πάνω στό τραπέζι, δίπλα στό μικρό φραντζολάκι τοῦ ψωμιοῦ .
Ἡ Μάσα ἔσκυψε μ᾽ ἀγωνία ἀπό πάνω του καί, καθώς τό καπάκι ἄνοιξε, ἐκεῖνη ἔμεινε μέ τά μάτια ὀρθάνοιχτα νά κοιτάζη τό κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ, πού ἦταν διπλωμένο κι ἀκουμπισμένο δίπλα σ᾽ ἕνα λεπτό κεράκι.
Οἱ δυό γυναῖκες κοιτάχτηκαν ἔκπληκτες κι ἔπειτα μηχανικά γύρισαν τά μάτια τους καί κοίταξαν τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Νικολάου στό μικρό εἰκονοστάσι.
—Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐξήγησι, Μάσα, εἶπε ἡ Ἐλισάβετ.
Τό ψωμί μοῦ τό ἔφερε ὁ Ἅγ. Νικόλαος.
—Ναί! Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐξήγησι, ψέλλισε σαστισμένη μά μέ σιγουριά καί ἡ Μάσα.
—Ζοῦμε ἕνα θαῦμα, Μάσα, ἕνα θαῦμα, εἶπε ἡ Ἐλισάβετ κι ἔκανε τό σταυρό της.
—Ἐλισάβετ, εἶπε συγκινημένη ἡ Μάσα. Σέ παρακαλῶ ἄφησέ με νά βάλω κι ἐγώ τό κουπόνι μου μέσα στό κουτί μέ τά κεριά. Ποῦ ξέρεις;
Ὁ Ἅγ. Νικόλαος μπορεί νά λυπηθῆ τά παιδιά μου καί νά φέρη καί σέ μᾶς ψωμί.
—Τρέξε καί φέρε τό κουπόνι σου, εἶπε μέ χαρά ἡ Ἐλισάβετ. Φέρε το καί θά προσευχηθοῦμε στόν Ἅγιο νά κάνη καί πάλι τό θαῦμα του.
Ἡ Μάσα σάν ἀγέρας πῆγε καί γύρισε στό σπίτι κρατώντας σφιχτά στή χούφτα της τό κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ, πού εἶχε γραμμένο πάνω του:
Οἱ γυναῖκες ἔβαλαν στό κουτί τῶν κεριῶν τά δυό κουπόνια καί τό ἐπέστρεψαν στή θέσι του, μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Νικολάου.
Τήν ἄλλη μέρα, μέ τό πού ξημέρωσε, ἡ Ἐλισάβετ βρῆκε πάνω στό τραπέζι της ἕνα ζεστό, φρεσκοψημένο φραντζολάκι 400 γραμμαρίων, ἐνῶ ἡ Μάσα ἕνα καρβέλι ψωμί 800 γραμμαρίων.
Τό νέο σάν ἀστραπή μαθεύτηκε στήν γειτονιά καί τό κουτί τῶν κεριῶν τοῦ Ἁγ. Νικολάου γέμισε ἀπό κουπόνια τόσα, πού δέν ἔκλεινε πια τό καπάκι του.
Κι ὁ Ἅγ. Νικόλαος ὁ ψωμάς κάθε πρωΐ ἄφηνε πάνω στό τραπέζι τους τό ψωμί, πού ἀναλογοῦσε στόν καθένα σύμφωνα μέ τό κουπόνι του.
Κι ἐτοῦτο τό θαῦμα κράτησε ὅσο καί ἡ πολιορκία τοῦ Λένινγκραντ, 900 ὁλόκληρες ἡμέρες, δηλαδή δυόμισι περίπου χρόνια.
Ἡ ὄμορφη αὐτή πραγματική ἱστορία βρίσκεται μεταξύ ἄλλων ἐννέα αὐτοτελῶν παρόμοιων ἱστοριῶν στό βιβλίο τῆς κ. Ἄννας Ἰακώβου: Ὅταν Γελάει ὁ Οὐρανός 2»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>



«Σέ μιά διακοπή συνεδριάσεως, μιᾶς ἀπ᾽ τίς τελευταῖες μεγάλες δίκες, ὁ εἰσαγγελεύς κ. Λυμπέρης Παπανδρέου, μοῦ διηγήθηκε τά ἑξῆς, ὅταν πρόσεξε ὅτι εἶχα στό λαιμό μου ἕνα σταυρό. Μοῦ ἔδειξε ἕνα σταυρό πού φοροῦσε κι αὐτός στό λαιμό του καί μοῦ εἶπε:
—Αὐτός ὁ σταυρός μοῦ ἔσωσε τή ζωή. Χωρίς αὐτόν θά ἤμουν ἤδη ἀπ᾽ τό χειμώνα τοῦ 1943 νεκρός. Ἦταν ἡ περίοδος, κατά τήν ὁποῖα ὄποιος ἔπεφτε στά χέρια τῶν Γερμανῶν καί ὁδηγεῖτο στό ἄντρο τῶν βασανιστῶν τους, στήν ὀδό Μέρλιν, δέν ἔφευγε ἀπό αὐτό παρά γιά τό νεκροταφεῖο.
Ἐκεῖνη τήν ἐποχή συνελήφθηκα καί ἐγώ. Εἶχα κατηγορηθῆ ἀπό ἕνα ἀνώτατο ὑπάλληλο τοῦ Δήμου Πειραιῶς —ὄργανο τῶν Γερμανῶν— καί ἕνα Δήμαρχο Συνοικισμοῦ τοῦ Πειραιῶς ὡς Γενικός εἰσαγγελεύς τῶν Κομμουνιστῶν, διότι καί τούς δύο αὐτούς κυρίους συνέλαβα γιά καταχρήσεις τροφίμων, ἀπό ἐκεῖνα πού προορίζόνταν γιά τούς πεινασμένους.
Ἡ ἄρνησι, τήν ὁποία ἀντέτασσα σέ κάθε “κατηγορῶ”, ἐξαγρίωνε τούς ἀνακριτές μου.
Ἔτσι παραδόθηκα σέ βασανιστήρια. Τήν τρίτη ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου μου ὁδηγήθηκα σ᾽ ἕνα εὐρύχωρο δωμάτιο.
Σέ αὐτό ὑπέστην τά πάνδεινα. Παρήλασαν καί πέντε γιγαντόσωμοι βασανιστές, καθένας τῶν ὁποίων ἐξήντλησε ὅλες τίς δυνάμεις του ἐπάνω μου.
Σιγά-σιγά ἄρχισα νά αίσθάνωμαι ὅτι σέ λίγο θά ἔμενα νεκρός ἐκεῖ.
Μετά τούς γιγαντοσώμους βασανιστές, μέ παρέλαβε ὁ ἴδιος ὁ ἀνακριτής.
Σέ μιά στιγμή ἔξαλλος μέ ἔπιασε μέ τά δυό του χέρια ἀπ᾽ τό λαιμό καί ἄρχισε νά τόν σφίγγη. Ἔνοιωσα ὅτι θά πέθαινα ἀπό ἀσφυξία.
Διέθεσα ὄσες δυνάμεις εἶχα καί ἀπαλλάχτηκα ἀπ᾽ τά χέρια του. Ἀμέσως ἄνοιξα, σχίζοντας τό πουκάμισό μου, τό στῆθος. Ἤθελα νά ἀναπνεύσω. Δέν εἶχα σκεφθῆ κἄν τί εἶχα κάνει.
Τήν ἴδια ὅμως στιγμή ἀντίκρισα τόν βασανιστή μου νά γίνεται χλωμός. Ἔγινε ἄσπρος ὕστερα, περισσότερο καί ἀπό τόν κάτασπρο τοῖχο τοῦ δωματίου. Προσπαθοῦσε νά σηκώση τά χέρια του καί δέν τό κατόρθωνε.
Ἄρχισε τότε νά κλαίη...
Ναί, νά κλαίη τρομαγμένα καί σαν μικρό παιδί!
Ἔπειτα ἦλθε κοντά μου, ἔσκυψε στό στήθος μου καί... φίλησε αὐτόν ἐδῶ τό σταυρό!
Ὁμολογώ ὅτι δέν πίστευα στά μάτια μου γιά ὅσα ἔβλεπα.
Σέ λίγο φώναξε καί τοῦ ἔφεραν ἕνα ποτήρι νερό. Μέ αὐτό ἔπλυνε μόνος του, μέ τά χέρια του, πού τώρα κινοῦνταν, τίς πληγές μου καί ἀφοῦ μέ κάθισε σέ μιά καρέκλα νά συνέλθω ἔφυγε γιά νά ἐπιστρέψη μέ ἀρκετούς συναδέλφους του, μπροστά στούς ὁποίους ἀφηγήθηκε τά ἑξῆς:
—Μόλις ἄνοιξε ὁ ἄνθρωπος αὐτός τό στῆθος του, ἔλαμψε στά μάτια μου σαν ἀστραπή αὐτός ὁ μικρούτσικος σταυρός. Καί ἡ λάμψι σχημάτισε ἕνα φλογερό “Nein” (ὄχι). Τώρα πού ἔχω συνέλθει, κύριοι, μπορῶ νά πῶ ὅτι ὁ Θεός βρίσκεται κοντά στούς πιστούς.
Ἔπειτα ἀπευθύνθηκε σέ μένα καί μου εἶπε:
—Θά σᾶς παρακαλοῦσα νά μου προσφέρετε αὐτό τό σταυρό γιά νά μέ προφυλάσση ἀπ᾽ τήν ἄδικη κρίσι. Ὄχι ἀπ᾽ τό θάνατο, διότι δέν τόν φοβοῦμαι. Ἀλλά δέν εἶμαι ἄξιος... Δέν πιστεύω ὅπως ἐσεῖς στό Θεό. Διότι ἄν πίστευα...
Καί σταμάτησε ἀπότομα τή φράσι.
—Ἔτσι, ἀγαπητέ μου, σώθηκα ἀπό βέβαιο θάνατο χάρις στήν πίστι μου, κατέληξε ὁ εἰσαγγελεύς κ. Λυμπέρης Παπανδρέου.
Σύγχρονα Θαύματα καί εὐεργετικές ἰδιότητες τοῦ Τιμίου Σταυρού: Ὁ σταυρός τοῦ κ. εἰσαγγελέως (Ν. Καπιτσόγλου, “Θαύματα πού γίνονται σήμερα”, περ. Κιβωτός, ἀρ. 21/Σεπτέμβριος 1953, σελ. 347)»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>



«Τό ἀκόλουθο περιστατικό μέ τό Γέροντα Παΐσιο, εἶναι ἀληθινό, ἐνῶ ἡ δημοσιοποίησί του ἄργησε λόγῳ τῆς ταπεινότητος τῶν ἀνθρώπων πού ἀρχικά τό διηγήθηκαν.
Ὁ Ν.Α., εὐκατάστατος ὁμογενής ἀπ᾽ τό Σικάγο τῶν Η.Π.Α., πολύ κάλος ἄνθρωπος καί ἄθεος, πρίν 25 περίπου χρονιά, εἶδε μιά βραδυά στόν ὕπνο του ἕνα μικροσκοπικό παππούλη νά τοῦ ζητάη εὐγενικά νά τόν παραλάβη ἀπό κάποιο ἀεροδρόμιο τοῦ Σικάγου, δίνοντάς του συγκεκριμένη ἡμερομηνία καί ὥρα.
“Νίκο καλό μου παιδί, ἔλα τάδε μέρα τάδε ὥρα στό τάδε ἀεροδρόμιο νά μέ παραλάβης σέ παρακαλῶ”.
Ὅταν ξύπνησε τό πρωΐ, ὁ Ν. διηγήθηκε στή σύζυγό του Μ. τό ὄνειρο πού εἶχε δεῖ.
Ἐκεῖνη, ἀρχίζοντας τά πειράγματα λόγῳ τῆς ἀθεΐας του, τοῦ εἶπε ὅτι ἦταν ἀπλῶς ἕνα ὄνειρο καί νά μήν δώση σημασία.
Τό ὄνειρο μέ τό μικροσκοπικό παππούλη ἐπαναλήφθηκε στόν ὕπνο τοῦ Ν. πολλές φόρες, σέ σημεῖο πού ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἀρχίσει νά ταράζεται. Κάποτε ὁ “ἐφιάλτης” σταμάτησε καί ὁ Ν. ἠρέμησε.
Μετά ἀπό ἀρκετό καιρό ἔφθασε ἡ καθορισμένη ἡμερομηνία πού ὁ παππούλης εἶχε προαναγγείλει στό ὄνειρο. Ὁ Ν. ἀποφάσισε νά πάη κρυφά στό ἀεροδρόμιο γιά νά ἀποφύγη τά κοροϊδευτικά σχόλια τῆς γυναίκας:
“Τί ἔχω νά χάσω”, συλλογίστηκε, “στό κάτω κάτω θά κάνω τή βόλτα μου, θά πιῶ τό καφεδάκι μου καί ὕστερα θά πάω στή δουλειά μου”.
Πράγματι ἔτσι κι ἔγινε. Πῆγε καί ἀφοῦ κάθισε σέ μιά γωνιά τοῦ χαώδους ἀεροδρομίου τοῦ Σικάγου, περίμενε τόν ἄγνωστο παππούλη τοῦ ὀνείρου.
Ἦπιε κάμποσους καφέδες, ἄλλα ἡ ὥρα περνοῦσε καί ὁ παππούλης δέν φαινόταν πουθενά. Μέτα ἀπό μιά-μιάμιση ὥρα, σκέφτηκε, “ἕνα τσιγάρο ἀκόμα καί φεύγω, καλά καί δέν τό εἶπα στή Μ. γιατί θά μέ κορόιδευε αἰωνίως”.
Πρίν καλά καλά προλάβη νά τελειώση τή σκέψι του, γυρίζοντας ἀπ᾽ τήν ἄλλη μεριά, βλέπει ξαφνικά μπροστά του νά ἐμφανίζεται στ᾽ ἀλήθεια ὁ μικροσκοπικός παππούλης πού ἔβλεπε στόν ὕπνο του. “Εὐχαριστώ Ν. καλό μου παιδί πού ἦρθες, ἤξερα πώς θά ἐρχόσουν”, τοῦ ἐἶπε ὁ Γέροντας Παΐσιος.
Μήν πιστεύοντας στά μάτια του, ἔχοντας μπροστά του στήν πραγματικότητα τόν παππούλη πού ἔβλεπε στόν ύπνο του, ὁ Ν. παραλίγο νά πάθη συγκοπή!
Εντελώς σαστισμένος καί σοκαρισμένος, ἀφοῦ τρόμαξε νά συνέλθη, πήρε τόν παππούλη καί πῆγαν στό σπίτι του, στά προάστια τοῦ Σικάγου, ὀπού ὁ Γέροντας διέμεινε κάμποσο καιρό.
Ὁ Ν. καί ἡ Μ. μεταμελήθηκαν καί μπῆκαν στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀπό ὁρκισμένος ἄθεος, ὁ Ν. ἔγινε πολύ πιστός Χριστιανός.
Μοῦ διηγήθηκαν οἰ ἴδιοι τό ἀπίστευτο αὐτό περιστατικό, στό σπίτι τούς στό Σικαγο, πρίν δεκαπέντε χρόνια.
Μαρτυρία: Ἀντωνία Μποτονάκη-Ἁγιορείτικο Βῆμα»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).

<>


«Ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ’80. Κρατικό Πανεπιστήμιο Τιφλίδας.
 Νεαρός Γεωργιανός φοιτητής, τελείωνε μια Θεωρητική Σχολή. Γιά νά πάρη τό πτυχίο του ἔπρεπε νά περάση τήν κρατική ἐξέτασι τοῦ μαθήματος “Ἀθεΐα”. Τό ἐπέβαλλε τό καθεστώς. Ὁ νεαρός εἶχε τότε τό δικαίωμα νά διαλέξη τόν καθηγητή, (ἡ ἐξέτασι ἦταν πάντα προφορική).
 Διάλεξε, λοιπόν, ἕνα πού τοῦ φάνηκε κάπως συμπαθής. Ὅταν πῆγε νά ἐξεταστῆ τοῦ δήλωσε ὀρθά-κοφτά ὅτι δέν πιστεύει σέ αὐτές τίς ἀθεϊστικές θεωρίες καί δέν πρόκειται νά ἀπαντήση σέ καμμία σχετική ἐρώτησι.
—Μπορῆτε νά μέ κόψετε, εἶπε στόν καθηγητή.
—Βέβαια καί θά σέ κόψω, ἀλλά πρῶτα πές μου, τί θά κάνhς. Σπούδασες πέντε χρόνια καί ἀποφασίζεις νά μήν πάρης τό πτυχίο σου; Κρίμα δέν εἶναι;
—Δέν πειράζει, ἀπάντησε ὁ νεαρός ψύχραιμα. Υπάρχει ποίησι, φιλία... ὅλα αὐτά θά μέ βοηθῆσουν νά τό ξεπεράσω. Σέ καμμία περίπτωσι, ὅμως, δέν θά μποροῦσα νά σᾶς πῶ αὐτό πού δέν πιστεύω.
—Δικό σου τό πρόβλημα.
—Τώρα μεταξύ μας (ὁ νεαρός χαμήλωσε τή φωνή του) ἐσεῖς στ᾽ ἀλήθεια πιστεύετε ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπ'  τόν πίθηκο; Δηλαδή, οἱ πρόγονοί μας πού ἔχυσαν τόσο αἷμα γιά νά υπερασπιστοῦν τήν πίστι ἦταν ἀνόητοι;
Ὁ καθηγητής χαμογέλασε.
—Πολύ θαρραλέος εἶσαι καί αὐτό τό 2 πού θά σοῦ βάλω τώρα (δηλαδή σέ κόβω) εἶναι μόνο γιά τό θάρρος σου. Στό καλό νά πᾶς.
Ὁ καθηγητής ἔγραψε τό βαθμό στό φοιτητικό βιβλιάριο τοῦ νεαροῦ, ὅπως συνήθιζαν τότε καί συνέχισε τήν ἐξέτασι ἄλλων φοιτητών. Ὁ νεαρός ἔφυγε. Κάθισε σ᾽ ἕνα καφενεῖο πικραμένος. Ἄνοιξε τό φοιτητικό του βιβλιάριο. Αὐτό πού εἶδε ἦταν ἀπίστευτο. ὁ καθηγητής, τοῦ εἶχε βάλει 20... Ἄριστα...!!!
Γ.Π.
Σημείωσι: Τό περιστατικό τό διηγήθηκε Γεωργιανή φοιτήτρια, πού ἔκανε μεταπτυχιακές σπουδές στό Παν/μιο Ἰωαννίνων.
Ὁ ἀντίπαλος καί ὁ ἀντίθεος ὄχι μόνο βαθμολογεῖ μέ ἄριστα τό θάρρος τῆς ὁμολογίας ἀλλά καί τό θαυμάζει καί τόν πείθει»(https://proskynitis.blogspot.com/2012/02/20.html).




<>


Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση:

1. Μικρές ἀλήθειες: «Τά δάκρυα τῆς μητέρας εἶναι ἡ πιό ἰσχυρή ὑδροηλεκτρική δύναμι τοῦ κόσμου»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ἕνα ἔγκλημα, δέν παύει νά εἶναι ἔγκλημα, ἐπειδή τό κάνουν πολλοί»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ἡ σεμνότητα εἶναι ἡ ταξιθέτις πού μᾶς βοηθάει νά βρίσκουμε πάντα στή ζωή, τή σωστή μας θέσι»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

2. Ὁ Josh McDowell σημειώνει: «Ὁ Παῦλος μᾶς ὑπενθυμίζει: “Ἀλλά ἐμεῖς, πού ἔχουμε αὐτό τό θησαυρό, εἴμαστε σάν τά πήλινα δοχεῖα· ἔτσι γίνεται φανερό πώς ἡ ὑπερβολική ἀξία τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ προέρχεται ἀπ᾽ τό Θεό καί ὄχι ἀπό μᾶς”(Β´ Κορ 4, 7). Σκέψου: Ὁ Θεός χρησιμοποίησε ἕναν ἐρασιτέχνη νά “κτίση” τήν κιβωτό, ἀλλά ἐκπαιδευμένοι ἐπαγγελματίες ναυπήγησαν τόν Τιτανικό!».

3. «Μιά πρᾶξι ἀγάπης μπορεῖ νά ζυμώση “πέντε ἄρτους”. Μιά λέξι εὐγενική μπορεῖ νά χορτάση “πεντακισχιλίους”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

4. Ὁ Κ. Κούρκουλας ἀναφέρει: «Τά ὅσα χρωστάει ἡ Ἀνθρωπότητα στούς 3 Ἱεράρχες δέν τά χρωστάει οὔτε σέ 3 ἑκατομμύρια δοκησίσοφους. Γιατί οἱ τρεῖς αὐτοί συνδυάζοντας σοφία καί ἀρετή θεμελίωσαν τόν ἑλληνοχριστιανικό πολιτισμό πάνω στόν ὁποῖο στάθηκαν καί ἐργάσθηκαν ὅλοι οἱ σοφοί τοῦ κόσμου. Καί θά ἄξιζε νά ἀκουσθοῦν καί γι᾽ αὐτούς τά μνημειώδη λόγια τοῦ Churchill γιά τή μικρή, τήν ὀλιγάριθμη ὁμάδα ἀεροπόρων πού ἔπεσαν (μεταξύ αὐτῶν κι ἕνας Ἕλληνας, ὁ σμηναγός Ν. Δημάδης) στήν ἱστορική μάχη τῆς Ἀγγλίας:
—Οὐδέποτε, εἶπε ὁ Churchill, στήν Ἱστορία τῆς Ἀνθρωπότητος πρόσφεραν τόσο λίγοι, τόσα πολλά σέ τόσους πολλούς (So few, so much to so many).
Λόγια πού ταιριάζουν καί στούς τρεῖς αὐτούς ἄνδρες τῆς Ἱστορίας, τούς τρεῖς Ἱεράρχες, πού τόσο λίγοι αὐτοί πρόσφεραν καί προσφέρουν τόσα πολλά σέ τόσους πολλούς. Στήν Οἰκουμένη ὁλόκληρη ὡς “οἰκουμενικοί διδάσκαλοι”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

5. «Ὁ Soljenitsyne ἔχει πεῖ σέ μιά ἀξιομνημόνευτη φράσι του, ὅτι “ἡ διαχωριστική γραμμή μεταξύ τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ περνᾶ μέσα ἀπό τήν καρδιά τοῦ κάθε ἀνθρώπου”»(ΕΣ 53).

6. «Τό ταξίδι τῆς ζωῆς οἱ ἄνθρωποι τό ζοῦν μέ δύο διαφορετικούς τρόπους.
Ἄλλοι μπαίνουν στό ἀεροπλάνο κι ἄλλοι μένουν στό ἀεροδρόμιο.
Οἱ πρῶτοι, πετοῦν στούς αἰθέρες καί ἀπολαμβάνουν τή γοητεία τοῦ ταξιδιοῦ.
Οἱ ἄλλοι, καρφώνονται στίς αἴθουσες ἀναμονῆς, χαζεύουν στίς βιτρίνες τοῦ ἀεροδρομίου καί ξοδεύουν τή ζωή τους ἀγοράζοντας... “εἴδη ἀφορολόγητα”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

7. Διδάσκει ὁ Ἐπίσκοπος Σεργκίεβο Βασίλειος Ὄσμπορν: Ὁ Ζακχαῖος «ἀνέβηκε σ᾽ ἕνα δέντρο.
Τό ἀποτέλεσμα ἦταν ὄχι μόνο νά Τόν ἀντικρίση, μά καί ὁ ἴδιος νά γίνη θεατός ἀπό τόν Ἰησοῦ. Κι ὅταν ὁ Ἰησοῦς τόν πρόσεξε, δέν τόν ἐπαίνεσε ἀμέσως γιά τό ζῆλο του, ἀλλά μᾶλλον τοῦ ζήτησε νά κατέβη κάτω, νά πατήση στό ἔδαφος ἄν ἤθελε νά Τόν συναντήση. Τοῦ εἶπε κατ᾽ οὐσίαν πώς ἄν σκόπευε νά Τόν γνωρίση κατά πρόσωπο, ἔπρεπε νά κατέβη ἐκεῖ ὅπου ὁ Χριστός ἦταν, στό ἔδαφος.
Καί ἐμεῖς ἔχουμε τά ἴδια προβλήματα μέ τό Ζακχαῖο. Γνωρίζουμε ὅτι εἴμαστε “κοντοί στό ἀνάστημα” καί δέν μποροῦμε νά δοῦμε· κοιτάζουμε τριγύρω καί νομίζουμε ὅτι οἱ ἄλλοι ἔχουν πλεονεκτικότερη θέσι ἀπό μᾶς στή θέασι τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ καθένας μας μέ τόν τρόπο του σκαρφαλώνει ἐνδόμυχα σ᾽ ἕνα δέντρο, ἤ ἔστω ἁπλά τό ἐπιθυμεῖ, λέγοντας: “Ἄν ἤμουν ἀλλιώτικος, ἄν ἤμουν ψηλότερος... θά μποροῦσα νά δῶ”.
Ὅμως ὁ Χριστός λέει στόν καθένα ἀπό μᾶς:
“Ἔλα κάτω”. “Ἔλα ἐκεῖ ὅπου Ἐγώ βρίσκομαι. Βάλε στήν ἄκρη κάθε λογισμό πού σοῦ ὑποβάλλει τήν ἀνάγκη τῆς προσωπικῆς σου ἀνυψώσεως προκειμένου νά Μέ δῆς. Ἐγώ ἔχω ἔρθει σέ σένα, στό δικό σου τόπο. Λαχταρῶ νά σέ συναντήσω ἐκεῖ ὅπου ζῆς· ὄχι κάπου ἀλλοῦ. Ἐπιθυμῶ νά σέ γνωρίσω ὅπως εἶσαι, κι ἐσύ νά Μέ γνωρίσης ὅπως εἶμαι”. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Χριστός μᾶς ζητᾶ νά εἴμαστε ἀληθινοί· ἀληθινοί ἀπέναντι στόν ἑαυτό μας —ἄν σκοπεύουμε καί ἐμεῖς νά γνωρίσουμε Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Καί μόνο ἡ ἀλήθεια γιά τόν ἑαυτό μας μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήση στήν ταπείνωσι, νά μᾶς ἀνυψώση μέχρι τό κατώφλι τῆς μετανοίας»(ΕΣ 3).

8. «Οἱ “πλούσιοι τοῦ χρήματος” εἶναι δύσκολο νά μποῦνε στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Οἱ “πλούσιοι τοῦ πνεύματος” εἶναι ἀδύνατο»(ΙΕ 87).
Οἱ “πλούσιοι τοῦ πνεύματος” εἶναι οἱ ὑπερήφανοι. 

9. Μικρές ἀλήθειες: «Ἡ καλή φήμη εἶναι ἕνα ἄλογο, πού ὅλοι θέλουν νά τό καβαλικέψουν. Ἀλλά λίγοι θέλουν νά τό ταΐσουν»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ἡ ζωή μοιάζει μέ βιβλίο, τό ὁποῖο οἱ ἐπιπόλαιοι καί οἱ τεμπέληδες τό φυλλομετροῦν ἀδιάφορα, ἐνῶ οἱ φρόνιμοι τό διαβάζουν μέ προσοχή γιατί ξέρουν ὅτι μιά μονάχα φορά ἐπιτρέπεται νά τό διαβάσουν»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

10. Ἀναφέρει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Σέ ἕνα παλαιό μουσουλμανικό νεκροταφεῖο ὑπάρχει ὁ τάφος ἑνός πασίγνωστου φιλάργυρου. Στήν πλάκα κάτω ἀπ᾽ τό ὄνομά του καί στήν θέσι ὅπου χαράσσουν τό ἔτος γεννήσεως καί τό ἔτος θανάτου, ἐκεῖ ἔγραφαν: “Δέν ἔζησε! Μέρα-νύχτα μάζευε παράδες”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).


11. «Μόνο οἱ “πτωχοί τῷ πνεύματι” εἶναι “πλούσιοι τῇ πίστει”»(ΙΕ 282).

12. «Ἕνας γεωργός δούλευσε πολύ σκληρά στή ζωή του, νά διακριθῆ σάν ἕνας ἀπ᾽ τούς καλύτερους παραγωγούς ροδάκινων. Τά δένδρα ἦταν κάτανθα. “Σέ εὐχαριστῶ Θεέ μου!”. Ἀλλά ἦλθε ἡ παγωνιά καί κατέστρεψε ὅλα τά ροδάκινα. Τήν ἑπομένη Κυριακή δέν πῆγε στήν Ἐκκλησία. Σταμάτησε γιά πολύ καιρό. Πῆγε νά τόν ἐπισκεφθῆ ὁ ἱερέας του. Ὁ ἀπογοητευμένος γεωργός τοῦ εἶπε:
—Οὔτε θά ξαναπατήσω στήν ἐκκλησία. Νομίζεις ὅτι μπορῶ νά λατρεύσω ἕνα Θεό, πού μέ ἀγαπᾶ τόσο λίγο, πού ἐπιτρέπει σέ μιά παγωνιά νά καταστρέψη ὅλα τά ροδάκινά μου;
Ὁ ἱερέας τόν κοίταξε σιωπηλά γιά λίγο καί μέ πολλή εὐγένεια τοῦ ἀπάντησε:
—Ἀγαπητέ μου, ὁ Θεός ἀγαπᾶ ἐσένα περισσότερο ἀπ᾽ τά ροδάκινά σου. Ξέρει ὅτι, παρά τό γεγονός ὅτι τά ροδάκινα δέν ἔχουν ἀνάγκη τήν παγωνιά, ὅμως δέν μπορεῖ νά παραγάγη τούς καλύτερους ἀνθρώπους χωρίς παγωνιές. Ὁ Θεός δέν εἰδικεύεται σέ ροδάκινα, ἀλλά σέ ἀνθρώπους»(ΖΘ 7).

13. Γράφει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Ὅταν ἔφθασε ἡ εἴδησι πού συγκλόνισε τόν κόσμο, ὅτι ὁ μεγάλος Ἰνδός ἡγέτης Mahatma Gandhi δολοφονήθηκε, ὁ Bernard Shaw ἔκανε τό ἀκόλουθο σχόλιο: “Δέν φταίει ὁ δολοφόνος. Φταίει αὐτός πού ὕψωσε τό κεφάλι του τόσες σπιθαμές πάνω ἀπ᾽ τά δικά μας σκυφτά κεφάλια κι ἔγινε στόχος”.
Παρόμοιο πικρό σχόλιο ἔκανε ἕνας θυμόσοφος Ἱεράρχης ὅταν ἡ Ἱ. Σύνοδος ἀρνήθηκε τήν προαγωγή σέ Ἐπίσκοπο ἑνός λαμπροῦ μέ μεγάλα προοσόντα κληρικοῦ: “Δέν φταῖμε ἐμεῖς οἱ συνοδικοί, εἶπε, ἀλλά αὐτός, πού φρόντισε ν᾽ ἀποκτήση τόσα προσόντα καί νά ψηλώση τόσο, ὥστε νά μήν τόν χωράη ἡ πόρτα μας”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

14. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Ἄν τά ὄνειρά σου δέν πραγματοιοῦνται, σημαίνει ὅτι παρακοιμᾶσαι»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Οἱ λεπτομέρειες στή ζωή κάνουν τήν τελειότητα. 
Ἡ τελειότητα στή ζωή δέν εἶναι λεπτομέρεια»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ὁ Χριστιανισμός δέν γνωρίζει συνταξιούχους οὔτε ἀπομάχους. Ἀναγνωρίζει μόνο ἀγωνιστές»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

15. «Ἦταν ἕνας περίφημος διευθυντής ὀρχήστρας. Ἔκανε πρόβες ἡ ὀρχήστρα του. Ἀποτελεῖτο ἀπό 120 μουσικά ὄργανα. Ἐκεῖνος πού ἔπαιζε ἕνα μικρό φλάουτο νόμιζε πώς ἦταν ἀνάγκη νά ξεκουρασθῆ λιγάκι. “Ποιός θά μέ ἀντιληφθῆ ὅτι σταμάτησα νά παίζω μέσα σέ τόσα ὄργανα;”. Ξαφνικά, ὅμως, ὁ διευθυντής τίναξε τά χέρια του στόν ἀέρα. Διέταξε τήν ὀρχήστρα νά σταματήση. Φώναξε: “Ποῦ εἶναι τό μικρό φλάουτο; Τό ἔχασα ἀπό τ᾽ αὐτί μου”.
Καί ἐσύ νομίζεις πώς ἀποτελεῖς ἕνα ἀσήμαντο μικρό φλάουτο. Μέσα στούς τόσους ἀνθρώπους, πῶς μπορεῖ ὁ Θεός νά σέ παρακολουθῆ καί νά ἐνδιαφέρεται γιά σένα; Κι ὅμως ξέρει πώς Τόν ἔχεις ἀνάγκη, θέλει νά Τόν πλησιάσης, νά μιλήσης μαζί Του, νά τοῦ ζητήσης καί ἐσύ τό ἔλεός Του»(ΣΖ 90).

16. Γράφει ὁ Bernie May: «Στίς ἀρχές Μαΐου τοῦ 1972, ὁ καλός μου φίλος ὁ Μπένγκετ Γιάνβικ ἔγινε τό ἀντικείμενο μιᾶς μαζικῆς ἐπιχειρήσεως διασώσεως, ἐνῶ μετέφερε ἕνα καινούργιο ἀεροπλάνο στήν Galena τῆς Alaska. Τό ὕπουλο “βροχερό πέρασμα”, μιά πυξίδα πού ταλαντευόταν καί κάποια ἀπότομα καθοδικά ρεύματα εἶχαν σάν ἀποτέλεσμα νά συντριβῆ σ᾽ ἕνα ἀπρόσιτο βουνίσιο φαράγγι. Ὁ Μπένγκετ, ἄν καί ἐπέζησε ἀπ᾽ τήν πτῶσι χωρίς τραύματα, ἦταν ἀγνοούμενος. Μιά χιονοθύελλα πού ξέσπασε, κάλυψε ὅλη τήν περιοχή γιά τίς ἑπόμενες τέσσερεις μέρες.
Στό μεταξύ οἱ ἀρχές καί οἱ φίλοι του ἔκαναν ὅ,τι μποροῦσαν. Πενῆντα ὁμάδες ἔρευνας καί διασώσεως καί ἄλλα τόσα στρατιωτικά καί πολιτικά ἀεροπλάνα ἄρχισαν νά ψάχνουν τό βουνό. Ἕνας φίλος ἐπιχειρηματίας ἀπ᾽ τήν California πῆγε στήν Alaska καί μίσθωσε ἐπιπλέον ἀεροπλάνα καί ἑλικόπτερα, γιά νά βοηθήσουν στίς ἔρευνες. Χριστιανοί φίλοι ἀπ᾽ ὅλο τόν κόσμο προσεύχονταν.
Τήν πέμπτη μέρα ἀναγνωριστικά ἀεροπλάνα πέταξαν πάνω ἀπ᾽ τόν Μπένγκετ, ὅμως δέν τόν εἶδαν. Τή δέκατη τρίτη μέρα τά ἀεροπλάνα σταμάτησαν τίς ἔρευνες. Καθώς τελείωναν τά ἐφόδιά του, ὁ Μπένγκετ πίστευε πώς κάθε ἐλπίδα σωτηρίας εἶχε χαθῆ. Ἐκείνη τή δέκατη τρίτη μέρα, ὅμως, ἕνα ἑλικόπτερο, πού πέταξε στό φαράγγι, τόν ἐντόπισε.
Ὁ χαμένος βρέθηκε! Μπορεῖτε νά φαντασθῆτε τήν ἀγαλλίασι καί τόν ἐνθουσιασμό! Ἡ γυναῖκα καί τά παιδιά του, οἱ φίλοι του, οἱ ὁμάδες ἔρευνας, ὅλοι ξεφώνιζαν ἀπ᾽ τή χαρά τους.
Τότε ὀργανώθηκε μιά δεξίωσι. Ὁ μεγαλύτερος διαθέσιμος χῶρος, μέ καθίσματα γιά 250 ἄτομα, ἦταν ἀσφυκτικά γεμάτος. Συντονιστής τῆς βραδυᾶς ἦταν ὁ ἐπιχειρηματίας, πού εἶχε ναυλώσει τό ἑλικόπτερο, ὅταν ὅλα τά ἄλλα ἀεροπλάνα εἶχαν ἐγκαταλείψει τίς προσπάθειες. Ὁ Μπένγκετ, ὁ ἴδιος, εἶχε τήν εὐκαιρία νά πῆ “εὐχαριστῶ” στούς ἀνθρώπους, πού εἶχαν περάσει ὧρες καί μέρες, ψάχνοντας γι᾽ αὐτόν, ἕνα χαμένο, τόν ὁποῖο δέν τόν γνώριζαν προσωπικά.
Καθώς ὁ Μπένγκετ μᾶς ἐδιηγεῖτο αὐτή τήν ἱστορία, δέν μπόρεσα νά μή σκεφθῶ μιά ἄλλη σύναξι. Τελετάρχης θά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς. Ἡ μεγαλόπρεπη οὐράνια αἴθουσα θά εἶναι κατάμεστη. Μπορῶ νά ἀκούσω ἀνθρώπους ἀπό διάφορες φυλές —Κάμπας, Κέουας, Ἄουκας— νά λένε: “Σᾶς εὐχαριστοῦμε, γιατί ὀργανώσατε τήν ὁμάδα σωτηρίας· σᾶς εὐχαριστοῦμε, γιατί παραμείνατε σ᾽ αὐτήν. Σᾶς εὐχαριστοῦμε πού μᾶς βρήκατε. Βρισκόμαστε ἐδῶ, ἐπειδή ἐσεῖς ἐνδιαφερθήκατε”»(ΚΘ 63).

17. «Ἦταν μιά ἀρχοντογυναῖκα. Τήν ἐπισκέφθηκε μιά μέρα ἕνας πιστός. Ἦταν βαρειά ἄρρωστη. Ἤξερε ὅτι κινδύνευε νά πεθάνη.
—Θέλω νά σᾶς ρωτήσω κάτι, εἶπε στόν ἐπισκέπτη. Τώρα πού πρόκειται νά πεθάνω, θά ἤθελα νά μάθω ἄν στόν οὐρανό ὑπάρχουν δύο χωριστά διαμερίσματα, ἕνα γιά τούς ἄρχοντες, τούς φημισμένους καί ἀνεπτυγμένους· κι ἕνα γιά τούς ὑπηρέτες, τούς ἀγραμμάτους, τούς ἄξεστους. Ἄν μόνο ἕνα διαμέρισμα ὑπάρχη, δέν ξέρω πῶς θά τά καταφέρω νά ἀνεχθῶ νά ζήσω μέ τήν ὑπηρέτριά μου, πού εἶναι τόσο ἄξεστη.
—Μή στενοχωρεῖσθε, τῆς λέει ὁ πιστός. Δέν ὑπάρχει φόβος συνυπάρξεως. Ἄν πρῶτα δέν ἀπαλλαγῆτε ἀπό τήν καταραμένη ὑπερηφάνειά σας, δέν πρόκειται νά πᾶτε στόν οὐρανό καθόλου!»(ΘΚ 20).

18. Μικρές ἀλήθειες: «Μή λές πάντοτε ὅσα γνωρίζεις.
Γνώριζε, ὅμως, πάντοτε ὅσα λές»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ὁ Χριστιανισμός ἐκπολιτίζει, ἀλλά ὁ πολιτισμός δέν ἐκχριστιανίζει»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Τό σπουδαιότερο μέρος τοῦ βιβλίου τῆς ζωῆς, εἶναι ὁ ἐπίλογος. “Τά στερνά τιμοῦν τά πρῶτα”, λέει ὁ λαός»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Εἶχε ὁράματα ἀετοῦ ἀλλά δέν διέθετε παρά φτερά πεταλούδας. Γι᾽ αὐτό μιά ὁλόκληρη ζωή παράδερνε. Κι ὀνειροβατοῦσε»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

19. «Ἕνας διάσημος ἱεροκήρυκας, ἐνῶ ἦταν στόν ἄμβωνα, ἔλαβε μιά κάρτα, πού τοῦ διαβιβάσθηκε ἀπό κάποιον, πού βρισκόταν στό ἀκροατήριο. Τή διάβασε ὁ ἱεροκήρυκας. Ἦταν ἀπό κάποιο φημισμένο ἀγνωστικιστή. Ἔδινε τήν πρόσκλησι στό Χριστιανό ἱεροκήρυκα, νά συζητήση δημοσίᾳ μαζί του, γιά τό θέμα: “Ὁ Ἀγνωστικισμός κατά τοῦ Χριστιανισμοῦ”. Ὁ ἀγνωστικιστής, θά πλήρωνε ὅλα τά σχετικά ἔξοδα τῆς αἴθουσας κοκ.. Ὁ ἱεροκήρυκας, ἀδίστακτα, διάβασε τήν πρόσκλησι τοῦ ἀγνωστικιστῆ μεγαλοφώνως, εἰς ἐπήκοον ὅλων τῶν ἀκροατῶν καί πρόσθεσε: “Δέχομαι τήν πρόσκλησι ὑπό τούς ἑξῆς ὅρους: 1) Νά ὑποσχεθῆτε, νά φέρετε μαζί σας στήν ἐξέδρα, στήν ὁποία θά συζητήσουμε, κάποιον, πού κάποτε ὑπῆρξε ἄσωτος, χαμένος καί ὁ ὁποῖος, ἀκούγοντας μία ἤ περισσότερες διαλέξεις ἀγνωστικισμοῦ, ὠφελήθηκε καί ἀπαλλάχθηκε τῶν ἁμαρτιῶν του, κι ἔγινε καινούργιος ἄνθρωπος, καί σήμερα ἀπ᾽ τήν κοινωνία ἐκτιμᾶται.
2) Νά φέρετε στήν ἐξέδρα μαζί σας, μιά γυναῖκα, ξένη πρός τήν ἠθική καί τήν ἁγνότητα, ἡ ὁποία, ὅμως, τώρα, μπορεῖ νά ὁμολογήση ὅτι, χάρις στήν ἀπιστία, ἐλευθερώθηκε ἀπ᾽ τά σαρκικά της πάθη καί ἀπέκτησε μίσος πρός τήν ἁμαρτία καί ἀγάπη γιά τήν καθαρότητα καί ἁγιότητα τῆς ζωῆς. Καί ὅτι ὅλη αὐτή ἡ ἀλλαγή ὀφείλεται στήν ἀπιστία της πρός τή Βίβλο.
Τώρα, κ. Ἄπιστε, ἄν δέχεσθε τούς ὅρους αὐτούς, ἐγώ ὑπόσχομαι νά φέρω μαζί μου ἑκατό τέτοια πρόσωπα, κάποτε χαμένα, πού ἄκουσαν τό Εὐαγγέλιο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, πίστευσαν, ἀναγεννήθηκαν καί ἡ ζωή τους ριζικά ἄλλαξε. Θά σᾶς φέρω ἑκατό ἀνθρώπους, πού ἀπό σατανάδες, ἔγιναν ἅγιοι. Δέχεσθε, κ. Ἄπιστε;”.
Ὁ ἀγνωστικιστής τά μάζεψε καί, χωρίς νά πῆ λέξι, σηκώθηκε κι ἔφυγε»(ΘΚ 23).

20. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Ἡ τιμιότητα καί τά πλούτη δέν βρίσκονται μέσα στό ἴδιο σακκί»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Τά μικρά ρυάκια φλυαροῦν μέ θόρυβο γιατί δέν ἔχουν βάθος. Οἱ μεγάλοι ποταμοί κυλᾶνε σιωπηλά»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

21. «Ἕνας κλέφτης τά ᾽χασε ὅταν τόν ἔπιασε ὁ Δημοσθένης νά κλέβη τό σπίτι του θέλοντας δέ νά δικαιολογηθῆ, τοῦ εἶπε: “Δέν ἤξερα ὅτι εἶναι δικό σου”. Ἀλλά ὁ Δημοσθένης τόν ἀποστόμωσε: “Ἤξερες, ὅμως, ὅτι δέν εἶναι δικό σου”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

22. Ἀναφέρει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Ἐκεῖ ὅπου ὁ Σατανᾶς δέν μπορεῖ νά πάη αὐτοπροσώπως στέλνει —λέει μιά παροιμία— ὡς ἀντιπρόσωπό του τό κρασί...
Πόσα ἐγκλήματα δέν ἔγιναν καί δέν γίνονται καθημερινά ἐξαιτίας του:
Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος πάνω στή μέθη του φόνευσε τόν Κλεῖτο, τό Φιλώτα καί τόν Παρμενίωνα τούς ἀρίστους στρατηγούς καί φίλους του. Καί πολλοί ἄλλοι ἄσημοι “ἀλέξανδροι” φονεύουν ὑπό τούς καπνούς τῆς μέθης πολλά ἄλλα “ἄριστα” καί “φίλτατα” τῆς ζωῆς τους»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

23. Γράφει ὁ Bernie May: «Τό νά στηρίζεται κανείς σέ ὑποθέσεις εἶναι μερικές φορές ἐπικίνδυνο —εἰδικά ὅταν αὐτές γίνωνται πρίν τήν ἀπογείωσι καί ἀφοροῦν τόν ἀνεφοδιασμό του μέ καύσιμα.
Πρίν μερικά χρόνια στόν Ἰσημερινό, ἕνα τετρακινητήριο Douglas (DC 4), μόλις ἀπογειώθηκε, παρουσίασε προβλήματα. Μετά ἀπό δέκα λεπτά πτήσεως, ὁ πιλότος τοῦ βαρυφορτωμένου μεταγωγικοῦ ἀεροσκάφους, μετέδωσε μέ τόν ἀσύρματό του στό Guayaquil ὅτι ἕνας ἀπ᾽ τούς κινητῆρες του εἶχε σταματήσει. Μέ ἠρεμία ἀνέφερε ὅτι “πτέρωσε” τήν ἕλικα καί συνέχιζε τήν πτῆσι του.
Μετά ἀπό τρία λεπτά μετέδωσε ὅτι σταμάτησε κι ἕνας ἀκόμη κινητήρας καί ὅτι τώρα ἐπέστρεφε στό ἀεροδρόμιο. Ἕνα λεπτό ἀργότερα κάλεσε ἐπειγόντως, γιά νά ἀνακοινώση ὅτι οἱ κινητῆρες τρία καί τέσσερα εἶχαν ἐπίσης σταματήσει κι ὅτι τό σκάφος ἔπεφτε. Σάν ἀπό θαῦμα, μπόρεσε νά προσγειώση τό βαρύ ἀεροσκάφος σέ μιά μπανανοφυτεία καί τά τρία μέλη τοῦ πληρώματος πήδηξαν ἔξω χωρίς γρατζουνιά.
Οἱ ἀνακρίσεις ἀποκάλυψαν ὅτι τό κάθε μέλος τοῦ πληρώματος νόμιζε ὅτι οἱ ὑπόλοιποι εἶχαν φροντίσει νά ἀνεφοδιάσουν τό σκάφος μέ καύσιμα. Ἔτσι εἶχαν ἀπογειωθῆ μέ ἄδειες τίς δεξαμενές. Πρίν ἀπό ἕνα λεπτό ὅλα λειτουργοῦσαν τέλεια. Στό ἑπόμενο ἔπεφταν στό ἔδαφος. Ἕνα DC 4 δέν μπορεῖ νά κρατηθῆ γιά πολύ στόν ἀέρα, χωρίς νά δουλεύουν οἱ κινητῆρες του.
Ἡ εἰρωνεία εἶναι ὅτι τό ἀεροπλάνο αὐτό, πού ἔμεινε ἀπό καύσιμα, ἦταν φορτωμένο μέ βαρέλια βενζίνης γιά ἀεροπλάνο, πού ἔπρεπε νά παραδοθοῦν σ᾽ ἕνα ἄλλο ἀεροδρόμιο.
Μιά ἀνάλογη περίπτωσι παραλείψεως στόν πνευματικό πιά χῶρο φανερώθηκε, καθώς δειπνούσαμε, τελευταῖα, μέ τό διευθυντή ἑνός χριστιανικοῦ κολλεγίου. Ἡ συζήτησί μας ἄρχισε ἀπ᾽ τήν πολιτική κατάστασι, πέρασε στήν ἠθική παρακμή, τή διάλυσι τῆς οἰκογενείας καί κατέληξε στό ἑξῆς ἐκπληκτικό:
Ὁ ἐφημέριος τοῦ Κολλεγίου, ἀνησυχώντας γιά τήν ἔλλειψι ἐνδιαφέροντος ἀπ᾽ τό μέρος τῶν φοιτητῶν γιά τά πνευματικά πράγματα, ἔφτιαξε ἕνα ἁπλό τέστ βιβλικῶν γνώσεων. Χωρίς δύσκολες ἤ διφορούμενες ἐρωτήσεις, ἁπλᾶ μιά προσπάθεια νά καταλάβη πόσο αὐτά τά παιδιά εἶχαν κάνει κτῆμα τους τά σχετικά μέ τή Βίβλο. Ἑτοιμασθῆτε γιά τά ἀποτελέσματα. Ἄν καί τό 95% ἀπό αὐτούς πού ρωτήθηκαν προέρχονταν ἀπό χριστιανικές οἰκογένειες..., ἦταν βιβλικά ἀκατατόπιστοι καί ἀπληροφόρητοι. Σχεδόν κανένας τους δέν ἤξερε τόν ἀριθμό τῶν βιβλίων τῆς Γραφῆς. Μερικοί νόμιζαν ὅτι ὁ Μωϋσῆς ἦταν μαθητής τοῦ Χριστοῦ καί οἱ περισσότεροι εἶπαν ὅτι ἡ Ἔξοδος βρίσκεται στήν Καινή Διαθήκη.
Βέβαια, ὁ κίνδυνος βρίσκεται στό γεγονός ὅτι ὅλοι αὐτοί νομίζουν πώς προχωροῦν μέ γεμάτες δεξαμενές. Πιστεύουν ὅτι διαθέτουν κάτι, τό ὁποῖο στήν πραγματικότητα δέν κατέχουν.
Χαίρομαι γιά καθένα πού ἀνυψώνεται πρός τό Θεό. Ἐλπίζω, ὅμως, πρίν πετάξη πάνω ἀπό κάποια πυκνή ζούγκλα, νά ἔχη ἐλέγξει τίς δεξαμενές του μέ τά καύσιμα.
Θυμηθῆτε ὅτι ἀκόμα καί μετά ἀπό τρία ὁλόκληρα χρόνια φοιτήσεως σέ βιβλικό σχολεῖο, ὁ Ἰησοῦς σύστησε στούς μαθητές Του νά μή δώσουν τή μαρτυρία τους, πρίν πάρουν, μαζεμένοι σέ ἕνα ἀνώγειο, τή δύναμι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ σκέψι τῆς συντριβῆς ἑνός ἀεροπλάνου, ξέρετε, μπορεῖ νά καταστρέψη ὁλόκληρη τή μέρα σας»(ΘΒ 58).

24. J. Ηolzner: «Ὅποιος φυτεύει κέδρα καί βαλανιδιές, πρέπει νά ᾽χη τήν παρηγοριά ὅτι θά ρίχνουν τή σκιά τους στόν τάφο του· ὁ ἴδιος, ὅμως, δέν θά δῆ παρά μόνο κάτι λεπτά δενδράκια.
Κάτω, ὅμως, ἀπ᾽ τή σκιά τους θά ξεκουρασθοῦν γενεές γενεῶν»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

25. Μικρές ἀλήθειες: «Ἡ ἀληθινή ταπεινοφροσύνη κρύβει ὄχι μονάχα ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, ἀλλά ἀκόμη καί τόν ἑαυτό της»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Γιά ψάρι πού δέν ἔπιασες τί βάζεις τηγάνι;»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

26. Διαπιστώνει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Ὦ, Κύριε! Ὅσο κακό μποροῦσαν νά Σοῦ κάνουν οἱ ἄνθρωποι Σοῦ τό ἔκαναν ἤδη. Ἑκατομμύρια Ἰοῦδες Σέ φίλησαν. Λεγεῶνες Φαρισαίων Σέ βλασφημοῦν μέ τήν ὑποκρισία τους. Ἕνας ἀφρισμένος ὄχλος, μέσα στούς αἰῶνες ζητᾶ διαρκῶς, κάτω ἀπ᾽ τό Πραιτώριο τῆς ζωῆς, τό θάνατό Σου. Καί Πιλάτοι ἀναρίθμητοι, ντυμένοι μαῦρα καί κόκκινα Σέ παραδίδουν στό θάνατο, ἀφοῦ ἀναγνωρίσουν τήν ἀθωότητά Σου. Σέ ἀπωθήσαμε, γιατί ἤσουν πολύ ἁγνός γιά μᾶς. Σέ καταδικάσαμε νά πεθάνης, γιατί ἤσουν ἡ καταδίκη τῆς ζωῆς μας. Ὅλες οἱ γενιές εἶναι ἀπαράλλακτες μέ τή γενιά πού Σέ σταύρωσε. Ἀλλά ἐμεῖς, θέλουμε νά ἔλθης μέσα στή δόξα Σου τό γρηγορότερο. Θά Σέ περιμένουμε κάθε μέρα, θεῖε Ἐσταυρωμένε πού ὑπέφερες ἀγαπώντας μας καί τώρα μᾶς κάνεις νά ὑποφέρουμε ἀγαπώντας Σε»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

27. Alexis Carrel: «Τά ἕλκη τοῦ στομάχου δέν προέρχονται τόσο ἀπ᾽ αὐτό τό ὁποῖο τρῶμε (τίς τροφές), ἀλλά κυρίως ἀπ᾽ ὅ,τι μᾶς τρώει (τίς πίκρες)»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

28. Blaise Pascal: «Τό μέγα θαῦμα στή Δημιουργία ἔγκειται στό ὅτι δέν ὑπάρχει ἀνάγκη νά γίνωνται θαύματα γιά νά συνεχίζεται ἡ δημιουργία»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

29. Percy Bysshe Shelley (Ὀζυμανδίας, 1817):
«Συνάντησα ἕνα ταξιδιώτη ἀπό χώρα ἀρχαία.
Εἶπε: “Τεράστια, δίχως κορμό, δύο πόδια πέτρινα
ὑψώνονται στήν ἔρημο... Κοντά τους, μές στήν ἄμμο
βυθισμένο, ἕνα θρυμματισμένο πρόσωπο· τά σκυθρωπά του
χείλη, πτυχωμένα σ᾽ ἕνα χαμόγελο ψυχρῆς ὑπεροχῆς,
λένε ὁ γλύπτης τους πώς διάβασε σωστά αὐτά τά πάθη
πού ἀκόμη ζοῦνε χαραγμένα στ᾽ ἄψυχα τοῦτα πράγματα
τό χέρι πού τά περιγέλασε καί τήν καρδιά πού τά ᾽θρεψε.
Καί πάνω στό κρηπίδι αὐτές οἱ λέξεις ἀχνοφαίνονται:
῾Ὀζυμανδίας τ᾽ ὄνομά μου, ὁ Βασιλεύς τῶν Βασιλέων,
κοιτάξτε τά ἔργα μου, ἰσχυροί, κι ἀπελπισθεῖτε!᾽
Ἄλλο τίποτε δέν μένει. Γύρω ἀπ᾽ τή φθορά
τῶν κολοσσιαίων ἐρειπίων, ἀπέραντη, γυμνή,
μόνη ἡ ἔρημος, κι ἐπίπεδη, ἁπλώνεται μακρυά”»(ΚΕ 341).
Τό ἄστατο τῆς ζωῆς. 

30. Γράφει ὁ Κων/νος Κούρκουλας: «Στό βασιλιά τῶν Περσῶν ἔφθασε πρεσβεία Σπαρτιατῶν γιά διαπραγματεύσεις. Τούς ρώτησε ἄν εἶναι κρατική ἤ ἰδιωτική ἀποστολή καί ὁ ἐπικεφαλῆς εἶπε: “Ἄν ἐπιτύχουμε εἴμαστε κρατικοί, ἄν ἀποτύχουμε εἴμαστε ἰδιωτικοί”.
Κάπως παρόμοιο ἦταν καί τό σύνθημα τοῦ μεγάλου πολιτικοῦ Adenauer, ἱδρυτῆ καί ἡγέτη τοῦ Χριστιανοδημοκρατικοῦ κόμματος τῆς Γερμανίας. Στόν ἐκλογικό στίβο κατέβηκε μέ τή διακήρυξι: “Ἄν ἐπιτύχω, τοῦτο θά τό χρωστᾶμε στίς χριστιανικές μου πεποιθήσεις. Ἄν ἀποτύχω, τοῦτο θά ὀφείλεται στίς προσωπικές μου ἀδυναμίες”»(Κων/νου Κούρκουλα, Τό Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση (Διαχρονικό Ημερολόγιο), εκδ. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός




<>









Ἅγ. Ἰγνάτιος Bryanchaninov: «Ο βαπτισμένος ἄνθρωπος, κάνοντας τό καλό, ἀναπτύσσει μέσα του τή Χάρη τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, τήν ὁποία ἔλαβε μέ τό Βάπτισμα. Ἡ Χάρι αὐτή καθεαυτή, δέν μεταβάλλεται. Ἁπλῶς φωτίζει τόσο πιό λαμπρά τόν ἄνθρωπο, ὅσο περισσότερο ἐκεῖνος κάνει τό κατά Χριστόν καλό. Συμβαίνει δηλαδή ἐδῶ, ὅ,τι καί μέ μία ἡλιακή ἀκτίνα. Μολονότι ἡ λαμπρότητά της εἶναι σταθερή, αὐτή φέγγει στό μέτρο πού ὁ οὐρανός εἶναι ἐλεύθερος ἀπό σύννεφα»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



Ἅγ. Δημήτριος τοῦ Rostov: «Χωρίς τή Χάρι τοῦ Θεοῦ δέν εἶσαι τίποτε περισσότερο ἀπό ἕνα ξερό καλάμι, ἕνα ἄκαρπο δέντρο, ἕνα ἄχρηστο κουρελόπανο, σκεῦος ἁμαρτίας, δοχεῖο παθῶν. Ὅλα τά καλά πού ἔχεις μέσα σου εἶναι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Δικά σου εἶναι μόνο τά πάθη καί οἱ ἁμαρτίες»(https://www.rimata-zois.gr).

<>




Ἅγ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Τή Χάρι τοῦ Θεοῦ ἀπομακρύνουν κυρίως τέσσερεις κακίες:
α) ἡ οργή
β) ἡ ἀδικία
γ) ἡ κατάκρισι καί
δ) ἡ ὑπερηφάνεια.
Καί τήν ἑλκύουν τή Χάρι, οἱ ἀντίθετες σ᾽ αὐτές ἀρετές:
α) ἡ πραότητα
β) ἡ δικαιοσύνη
γ) τό ἀκατάκριτο καί
δ) ἡ ταπεινοφροσύνη»(https://www.rimata-zois.gr).

<>




Ἅγ. Σιλουανός Ἀθωνίτης: «Ὁ σαρκικός ἄνθρωπος, μή ἔχοντας ἀκόμη πείρα τῆς αἰωνίου ζωῆς τοῦ Πνεύματος, δέν ἀντιλαμβάνεται τήν ἀλλαγή τῆς καταστάσεώς του μετά τή διάπραξι τῆς ἁμαρτίας, διότι παραμένει πάντοτε σέ πνευματικό θάνατο.
Ἀντίθετα ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, σέ κάθε κλίσι τοῦ θελήματός του πρός τήν ἁμαρτία, βλέπει μέσα του τήν ἀλλαγή τῆς καταστάσεώς του, λόγῳ τῆς ὑποστολῆς τῆς Χάριτος»(https://www.rimata-zois.gr).

<>




Ὅσιος Ἄνθιμος τῆς Χίου: «Καθάρισε τήν καρδιά σου, καθάρισε τούς ὀφθαλμούς σου, καθάρισε τήν ἀκοή σου, καθάρισε τήν γλώσσα σου, τά χέρια καί τά πόδια σου, τότε θά εἰσέλθη τό Ἅγ. Πνεῦμα μέσα σου καί θά σέ “μεθύση”... τό Ἅγ. Πνεῦμα εἶναι τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ»(https://www.rimata-zois.gr).

<>



«Ἡ δύναμι χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει ἐπιθετικό.
Ἡ τιμή χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει ψηλομύτη.
Τό καθῆκον χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει κακόκεφο.
Ἡ εὐθύνη χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει ἀδίστακτο.
Ἡ δικαιοσύνη χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει σκληρό.
Ἡ ἀλήθεια χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει κριτικό.
Ἡ ἀνατροφή χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει ἀτίθασο.
Ἡ ἐξυπνάδα χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει πονηρό.
Ἡ εὐγένεια χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει ὑποκριτή
Ἡ τάξη χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει σχολαστικό.
Ἡ γνώση χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει τυραννικό.
Ἡ περιουσία χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει τσιγκούνη.
Ἡ πίστι χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει φανατικό»(https://www.rimata-zois.gr).

<>




Γέροντας Αρσένιος Papacioc: «Ὁ Σωτήρας, μᾶς λέει: “Νά μοῦ δώσης ὅλη τή ζωή σου, ὅλη τήν ύπαρξή σου” καί ὁ διάβολος, λέει: “Ἐμένα νά μοῦ δώσης, μόνο τό δάχτυλό σου”. Καί μ᾽ αὐτή τήν παραχώρησι πού κάνουμε στό διάβολο, μᾶς κυριεύει τελείως. Δέν εἶναι πλεόν ὁ Χριστός κοντά σου, ἄν ἐσύ ἔδωσες στόν ἐχθρό, ἔστω καί τό νύχι τοῦ δαχτύλου σου!”»(https://www.rimata-zois.gr).

<>




Ἅγ. Ἀμφιλόχιος Μακρής: «Ἀγάπησε Τόν ἕνα γιά νά σέ ἀγαπήσουν ὅλοι. Θά σέ ἀγαποῦν ὄχι μόνο οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά καί αὐτά τά ἄλογα ζῶα, γιατί ἡ Θεία Χάρι ὅταν βγαίνη ἔξω, ἠλεκτρίζει καί μαγνητίζει ὅ,τι βρεῖ μπροστά της. Ἀλλά ὄχι μόνο θά σέ ἀγαποῦν, ἀλλά θά εἰκονίζεται τό ἁγνό παρθενικό πρόσωπο ἐκείνου, πού θά ἀγαπᾶς καί θά λατρεύης»(https://www.rimata-zois.gr).
π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος: «Λέει ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου: Νά ἀγαπήσης τόν πλησίον σου, ὅσο ἀγαπᾶς τόν ἐαυτόν σου. Ἀλλά ἄν τόν ἑαυτόν σου δέν τόν ἀγαπᾶς, διότι τόν κακοποιεῖς μέ ὁποιονδήποτε τρόπο (π.χ. καπνίζεις), τότε μέ ποιό κριτήριο, ἀφοῦ καταστρέφεις τόν ἑαυτόν σου, θά ἀγαπήσης τόν πλησίον σου; Ἄρα καταστρέφεις καί τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον. Καί ἄν καταστρέφης τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον πού τόν βλέπεις, τότε πῶς θά ἀντιληφθῆς ὅτι προσβάλλεις τό Θεό πού δέν Τόν βλέπεις καί λές ὅτι Τόν ἀγαπάς;»(https://www.rimata-zois.gr).

<>



Παπα-Στέφανος ὁ Σέρβος ὁ Καρουλιώτης: «Ἀπο σατανική ἀγάπη γέμισε ἡ κόλασι. Πορνεύει κανείς ἀπό ἀγάπη, ὄχι ἀπό μίσος. Ἡ ἀγάπη ἔχει 15 βαθμούς. Ἄλλη ἡ ἀγάπη τῶν γονέων στά παιδιά, ἄλλη ἡ ἀγάπη τοῦ φίλου, ἄλλη ἡ ἀγάπη τοῦ ἄντρα γιά τή γυναίκα καί ἀντίθετα. Γιά νά καταλάβετε καλύτερα: Ἔστω ὅτι ὑπάρχουν σ᾽ ἕνα ἵδρυμα 30 παιδιά, τά μισά ἄρρωστα καί τά ἄλλα μισά καλά. Ἔρχονται δύο πλούσιοι, νά υἱοθετήσουν αὐτά τά παιδιά. Ὁ ἕνας πῆρε μόνο τά ὡραία καί καλά παιδιά καί ὁ ἄλλος πῆρε ὅλα τά ἄρρωστα. Καταλαβαίνετε, ὅτι ἡ ἀγάπη ἐδῶ ἔχει δύο βαθμούς. Γι᾽ αὐτό ὁ Θεός πληρώνει διαφορετικά. Ἐσύ πῆρες τά ἄρρωστα, ἐγώ μόνο τά καλά. Ὁ Θεος πληρώνει διαφορετικά. Καί ἐσύ καί ἐγώ ἀγαπάμε. Ἀλλα ἐσύ ἀγαπᾶς περισσότερο...»(https://www.rimata-zois.gr).

<>




Γέροντας Ἀρσένιος Boca: «Ἡ πνευματική ἀγάπη (ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη) διακρίνεται σέ 3 βαθμίδες: 1) τό νά ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου, ὅσο ἀγαπᾶς τόν ἑαυτόν σου 2) τό νά ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου, περισσότερο ἀπ᾽ τόν ἑαυτόν σου. Αὐτή εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς σου (Μθ 5, 44) καί 3) εἶναι ἡ ἀγάπη-θυσία γιά τούς ἀνθρώπους (Ἰω 15, 13). Μέχρι τό μέτρο τῆς ἀγάπης πρός τούς ἐχθρούς, εἶναι ὑποχρεωμένοι νά φτάσουν, ὅσοι ἔχουν πόθο σωτηρίας. Ἐνῶ στήν 3η κατηγορία τῆς ἀγάπης, φτάνουν πολύ λίγοι...»(https://www.rimata-zois.gr).








<>



«Ρώτησαν ἕνα σοφό...
ποιό εἶδος μουσική
θεωρεῖται σάν ἁμαρτία...
Εἶπε:
Ὁ ἦχος τῶν κουταλιῶν στά πιάτα τῶν πλουσίων ὅταν ἠχοῦν στά αὐτιά τῶν φτωχῶν».


<>






Ἀνώνυμος: «Ἡ ἀλήθεια εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἄν θέλουμε νά ἀνήκουμε στό Θεό, θά πρέπη νά ζοῦμε μέσα στήν ἀλήθεια»(ΑΣ).

Ἱ. Αὐγουστίνος: «Κανένας δέν ἀρνεῖται τό Θεό παρά μόνο ἐκεῖνος πού πολύ θά χαιρόταν νά μήν ὑπάρχη»(ΑΣ).

Ὅσ. Ἰσαάκ ὁ Σύρος: «Ἄν βλέπης τόν ἀδελφό σου στό δρόμο τῆς ἁμαρτίας, ρίξε στούς ὤμους του τό μανδύα τῆς ἀγάπης σου»(ΑΣ).

Ὅσ. Ἐφραίμ ὁ Σύρος: «Ὁ Θεός τήν ψυχή πού ἐλπίζει σέ Αὐτό, δέν τήν ἀφήνει νά πέση σέ πειρασμό τέτοιο πού νά μήν μπορῆ νά τόν σηκώση, ὥστε νά φτάση σέ ἀπόγνωσι»(ΑΣ).

Ἅγ. Ἱππόλυτος Ρώμης: «Ὁ Θεός δίνει χάρι σέ αὐτούς πού κηρύττουν, ὄχι γιατί τήν ἀξίζουν, ἀλλά γιατί τήν χρειάζονται ὅσοι τούς ἀκοῦνε»(ΑΣ).

Ἅγ. Ἰσίδωρος ὀ Πηλουσιώτης: «Τό μεγαλύτερο καί ἰσχυρότερο ἀπό ὅλα τά γήινα μέλη εἶναι ἡ γλώσσα, γιατί δύσκολα συγκρατεῖται»(ΑΣ).

Ὅσ. Πέτρος ὁ Δαμασκηνός: «Σημάδια τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι ὅτι, ἐνῶ ἔχει κάποιος κάθε σωματική καί ψυχική ἀρετή, νομίζει ὅτι χρεωστεῖ περισσότερα στό Θεό, γιατί μέ τή Χάρι Του ἔλαβε πολλά, ὄντας ἀνάξιος»(ΑΣ).

Ἀνώνυμος: «Τίποτε δέν εἶναι ἔξω ἀπ᾽ τή δύναμι τῆς προσευχῆς, παρά ὅ,τι εἶναι ἔξω ἀπ᾽ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ»(ΑΣ).

Ἱ. Αὐγουστίνος: «Θεέ μου, τότε μονάχα εἶμαι ἐλεύθερος, ὅταν ὑπακούω στό θέλημά σου»(ΑΣ).

Ἀνώνυμος: «Τό μοναδικό δῶρο πού ἀντέχει στό χρόνο εἶναι ἡ ἀγάπη»(ΑΣ).

«Ὁ κόσμος λέει: “Ὁ θάνατός σου, ἡ ζωή μου”. Ὁ Χριστός λέει: “Ὁ θάνατός μου, ἠ ζωή σου”»(ΑΣ).

Ἀνώνυμος: «Ἄλλες ἁμαρτίες εἶναι αἰτία γιά τό ψέμα καί τό ψέμα δημιουργεῖ ἄλλες ἁμαρτίες»(ΑΣ).

«Ἡ ἁμαρτία κρύβει τό Θεό ἀπ᾽ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ὄχι καί τόν ἄνθρωπο ἀπ᾽ τό Θεό»(ΑΣ).

Ἅγ. Κλήμης Ρώμης: «Αὐτεπαινέτους μισεῖ ὁ Θεός (ὁ Θεός μισεῖ ἐκείνους πού ἐπαινοῦν οἱ ἴδιοι τόν ἑαυτό τους)»(ΑΣ).

Γιαπωνέζικο ρητό: «Μιά γλώσσα τεσσάρων πόντων μπορεῖ νά σκοτώση ἕνα ἄνδρα δύο μέτρων»(ΑΣ).

«Κάποτε ὁ Λέων ὁ Α´ συνάντησε στό δρόμο ἕνα τυφλό ὁ ὁποῖος παρακαλοῦσε νά τοῦ δώσουν νερό. Τότε ὁ αὐτοκράτορας ἄκουσε τή φωνή τῆς Παναγίας πού τοῦ ἔλεγε σέ ποιό σημεῖο θά ἔβρισκε νερό. Στό σημεῖο αὐτό κτίστηκε ναός καί ὀνομάστηκε Ζωοδόχος Πηγή»(ΑΣ).

Μέγας Φώτιος: «Στόν καθρέφτη φαίνεται ἡ μορφή τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ στίς ὀμιλίες καί τά λόγια καθρεφτίζεται τό ἦθος τῆς ψυχῆς»(ΑΣ).

Ἅγ. Ἐπιφάνιος Κύπρου: «Ὅπως ὁ Θεός εἶναι πατέρας μας ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι μητέρα μας καί ἑπομένως δέν μποροῦμε νά ἐφαρμόζουμε τίς ἐντολές τοῦ Ἑνός καί νά παραθεωροῦμε τίς ἐντολές τῆς ἄλλης»(ΑΣ).

Alexander Schmemann: «Κάθε ἀκρότητα ὁδηγεῖ στήν ἀντίθετη ἀκρότητα»(ΑΣ).

Ἀνώνυμος: «Ὁ Χριστιανισμός δέν κινδυνεύει ἀπ᾽ τίς σκοτεινές δυναμεῖς. Κινδυνεύει ἀπ᾽ τούς Χριστιανούς πού δέν ζοῦν τήν πίστι τους»(ΑΣ).

Ὅσ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Ὅπως εὐωδιάζουν τά ἄνθη, ἔτσι εὐωδιάζουν τά ἔργα πού γίνονται μέ καλή προαίρεσι. Ἡ εὐωδία τῶν καλῶν ἔργων ὑψώνεται πρός τόν οὐρανό, ὅπως τό θυμίαμα»(ΑΣ).

Ἅγ. Λουκᾶς Ἀρχ/πος Συμφερουπόλεως: «Τό τριαντάφυλλο δέν μιλάει, ἀλλά μοσχοβολάει δυνατά. Τό ἴδιο καί ἐμεῖς πρέπει νά μοσχοβολᾶμε, νά ἐκπέμπουμε πνευματική εὐωδία, τήν εὐωδία τοῦ Χριστοῦ»(ΑΣ).

Ἱ. Αὐγουστίνος: «Ἄν μετανοήσης στά γηρατειά σου, τότε δέν ἀφήνεις ἐσύ τήν ἁμαρτία, ἀλλά ἡ ἁμαρτία ἐσένα»(ΑΣ).

Ὅσ. Ἐφραίμ: «Μήν πεῖς: “Σήμερα θά ἁμαρτήσω καί αὔριο θά μετανοήσω”, γιατί δέν εἶσαι σίγουρος γιά τήν αὐριανή μέρα. Ἀντίθετα πές: “Σήμερα ἄς μετανοήσουμε καί γιά τήν αὐριανή μέρα θά φροντίση ὁ Κύριος”»(ΑΣ).

Ἀνώνυμος: «Γονεῖς ἄν εἶστε κοντά στά παιδιά σας, τά παιδιά σας θά εἶναι μακρυά ἀπ᾽ τά ναρκωτικά»(ΑΣ).

Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Δέν θά ἔχουμε κανένα κέρδος ἀπ᾽ τά ὀρθά δόγματα, ὅταν ἡ ζωή μας εἶναι διεφθαρμένη, ὅπως ἐπίσης δέν ἔχουμε κανένα ὄφελος ἀπ᾽ τήν ἄριστη συμπεριφορά μας, ὅταν ἡ πίστι μας δέν εἶναι ὑγιής»(ΑΣ).

Ὅσ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ: «Ὅπου βρίσκεται ὁ Θεός, ἐκεῖ δέν ὑπάρχει κακό. Ὅλα ὅσα προέρχονται ἀπ᾽ τό Θεό, ἔχουν μέσα τους τήν εἰρήνη καί ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στήν αὐτοκατάκρισι καί ταπείνωσι»(ΑΣ).

Ἅγ. Θεόδωρος Ἐδέσσης Συρίας: «Ἄν γίνουμε δίκαιοι, δέν εἶναι τίποτε τό μεγάλο· ἀλλά μᾶλλον τό νά ξεπέσουμε ἀπ᾽ τήν ἀρετή, αὐτό εἶναι ἐλεεινό καί ἀξιοκατάκριτο»(ΑΣ).

Ἅγ. Θεόδωρος Ἐδέσσης Συρίας: «Καθαρή προσευχή δέν μπορεῖ νά ἀποκτήση κάποιος, ἄν δέν ἐπιμείνει καρτερικά κοντά στό Θεό μέ εἰλικρινή καί ἄκακη καρδιά»(ΑΣ).

Ἀνώνυμος: «Ἡ μετάνοια εἶναι πύραυλος πού ἀνεβάζει τόν ἄνθρωπο ἀπ᾽ τή γῆ στόν οὐρανό»(ΑΣ).

Ἅγ. Παΐσιος Ἁγιορείτης: «Ὁ ὑπερήφανος, ἄν βάλη ἕνα ταπεινό λογισμό, βοηθιέται. Καί ὁ ταπεινός, ἄν φέρη ἕνα ὑπερήφανο λογισμό, παύει νά εἶναι ταπεινός»(ΑΣ).

Ἅγ. Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός: «Ὅλα τά κακά καί τα ψυχοβλαβή ἁμαρτήματα τά μισεῖ ὁ ἀφέντης Θεός καί τά ἀποστρέφεται, ἀλλά τήν ἀχαριστία περισσότερο»(ΑΣ).

Ἀνώνυμος: «Ἡ Θεοτόκος δέν εἶναι στρατηγός τῶν Ἑλλήνων ἐν ἀποστρατείᾳ, ἀλλά ἐν ἐνεργείᾳ»(ΑΣ).


<>





«Χθές τό ἀπόγευμα, ὅπως περπατοῦσα καί πάλι μέ τό γυιό μου στήν πολύ ἀλλαγμένη τίς τελευταῖες δεκαετίες παραλία τῆς Ἐλευσίνας, τόν ἄκουσα νά μοῦ λέη: “Τό δῶρο τῆς ζωῆς τό ὁποῖο μᾶς κάνει ὁ Θεός εἶναι σάν νά μᾶς πληρώνη τά δίδακτρα γιά νά σπουδάσουμε σέ μιά καλή Σχολή καί μετά νά ἐπιστρέψουμε στό Σπίτι”. Πιό ἔπειτα, βλέποντας ἕνα παραπληγικό, πού τόν ἔφερε πλάι μας στό ἀναπηρικό καροτσάκι, μιά γυναῖκα, μ᾽ ἔπιασε  ἀπ᾽ τό χέρι: “Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι σάν νά ἔχουν τελειώση τίς σπουδές τους καί νά κάνουν μεταπτυχιακό ἤ διδακτορικό γιά μιά καλύτερη ζωή στήν κοινωνία τοῦ Θεοῦ”, εἶπε. Καί σέ λίγο, βλέποντας μία νέα μητέρα νά ὑποβαστάζη τό ἀγοράκι της πού πρωτομάθαινε νά βαδίζη, ὁλοκλήρωσε τίς σκέψεις του γύρω ἀπ᾽ τίς σπουδές, δείχνοντάς μου τό παιδί μέ τή μάνα του καί λέγοντας: “Νά τον! Μόλις μπῆκε στή Σχολή καί τόν ξεναγεῖ μιά δευτεροετής!”»(ΜΛ, 77).

<>





«Ἕνας κληρικός εἰσέρχεται σέ κάποιο δημόσιο κατάστημα καί κατευθύνεται στόν ἁρμόδιο ὑπάλληλο γιά νά ἐξυπηρετηθῆ. Κάποιος, ὅμως, ἀπ᾽ τούς ὑπαλλήλους, πού τήν ὥρα ἐκείνη συζητοῦσαν ἔντονα τό θέμα τῶν σεισμῶν, βρίσκει τήν εὐκαιρία νά τοῦ ἀπευθύνη τήν ἑξῆς ἐρώτησι:
—Πάτερ, θά μᾶς πῆτε γιατί γίνονται οἱ σεισμοί;
Καί ὁ κληρικός τούς ρωτᾶ:
—Πιστεύετε στό Εὐαγγέλιο; Ἄν ναί, τότε ὑπάρχει ἀπάντησι στό ἐρώτημά σας. Ἄν, ὅμως ὄχι, τότε δέν ἔχω καμμιά ἀπάντησι νά σᾶς δώσω»(ΔΘ, 13).

<>




«Κάποτε ἕνας Ἱεροκήρυκας ἀρχίζοντας τό κήρυγμά του εἶπε:
—Ἄν ἤμουν διάβολος, δέν θά σᾶς ἔλεγα νά κλέψετε, νά βλασφημήσετε, νά κατακρίνετε, νά συκοφαντήσετε, νά διασύρετε τήν τιμή καί τήν ὑπόληψι τοῦ ἀδελφοῦ σας. Τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά. Ἄν ἤμουν διάβολος, θά σᾶς συνιστοῦσα, μέ ὅλη τή θέρμη τῆς καρδιᾶς μου, νά διαβάζετε αἰσχρά βιβλία, βρωμερά περιοδικά, ἀθεϊστικά βιβλία καί γαργαλιστικά μυθιστορήματα πού ἐξάπτουν τά πάθη, διεγείρουν τή φαντασία καί ἀναστατώνουν τή σάρκα»(Θ. Θεοφυλάκτου, Δροσοσταλίδες Θεϊκῆς Αὔρας, ἐκδ. Λυδία, χ. τ. & χ., 25).

<>





«Προσοχή, λοιπόν, στά βιβλία. Ὁ Ἀμερικανός ποιητής Emerson λέει: “Τό νά διαβάζης ἀδιακρίτως ὅποιο βιβλίο πέσει στά χέρια σου, ἰσοδυναμεῖ μέ τό νά κάνης φίλο κάι σύντροφό σου τόν καθένα πού θά βρῆς στό δρόμο”»(ΔΘ, 33).


<>






«Πάντες λέει ὁ Ὅμηρος “Θεόν χατέουσι”, δηλαδή ἀναζητοῦν τό Θεό, ἀνεξαρτήτως χρώματος φυλῆς, γένους καί ἡλικίας»(ΔΘ, 53).


<>





«Στίς φοβερές μάχες πού σημειώθηκαν γύρω ἀπ᾽ τήν πόλι τοῦ Κιλκίς, κατά τήν θερινή περίοδο τοῦ 1912, ὁ Ἑλληνικός Στρατός εἶχε μεγάλες ἀπώλειες σέ νεκρούς ἀπ᾽ τό Σῶμα τῶν Ἀξιωματικῶν. Οἱ ἐλεύθεροι σκοπευτές τοῦ ἐχθροῦ χτυπούσαν τούς Ἕλληνες ἀξιωματικούς, διότι ἔβλεπαν στή στολή τους τά διακριτικά γνωρίσματα τοῦ ἀξιώματός τους, μέ ἀποτέλεσμα ὁ Στρατός μας νά χάνη τούς γενναίους ἀξιωματικούς του καί νά ἀποδεκατίζεται ἀπ᾽ τά στελέχη του. Τότε ἡ στρατιωτική ἡγεσία διέταξε, ὅλοι οἱ ἀξιωματικοί νά ξηλώσουν τά διακριτικά γνωρίσματα τῆς στολῆς τους, γιά νά μή γίνωνται στόχος τοῦ ἐχθροῦ.
Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τό Σῶμα τῶν Ἀξιωματικῶν τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ἱερωμένων. Εὑκολώτερα γίνονται στόχος τοῦ πολυμήχανου ἐχθροῦ, τοῦ διαβόλου, καί ὅταν πέσουν ἀπ᾽ τά βέλη του, ἡ πτῶσι τους προκαλεῖ τό σκανδαλισμό τοῦ ποιμνίου τους»(ΔΘ, 66).

<>






«Κάποτε, στά χρόνια τῆς ἀρχαιότητος, ἕνας βασιλιᾶς κάλεσε τούς σοφούς τοῦ βασιλείου του καί τούς ἔδωσε προθεσμία τριῶν ἡμερῶν γιά νά τοῦ ἀπαντήσουν στό ἐρώτημα: “Τί εἶναι ὁ Θεός”. Οἱ σοφοί ἄνοιξαν τίς βιβλιοθῆκες τους, ξεσκόνισαν τά  βιβλία τους, ἀναζήτησαν τήν ἀπάντησι στό ἐρώτημα τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά δέν μπόρεσαν νά βροῦν ἀπάντησι· ζήτησαν τότε προθεσμία ἄλλων τριῶν ἡμερῶν, μέ ἀποτέλεσμα νά δηλώσουν στό τέλος τήν ἀδυναμία τους, διότι ἀπ᾽ τά βιβλία τους δέν μπόρεσαν νά βγάλουν κανένα συμπέρασμα καί νά λάβουν τήν ἀπάντησι τοῦ τί εἶναι ὁ Θεός.
Καί ὅμως ἡ ἀπάντησι στό ἐρώτημα “Τί εἶναι ὁ Θεός” ὑπάρχει στό βιβλίο τοῦ Θεοῦ πού κρατοῦμε στά χέρια μας καί λέγεται ἱερό Εὐαγγέλιο.
Ἄν ἀνοίξουμε τήν πρώτη ἐπιστολή τοῦ μαθητοῦ τῆς ἀγάπης, τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, στό τέταρτο κεφάλαιο, στ. 16, θά πάρουμε τήν ἀπάντησι:
“Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ”. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ἐκεῖνος πού μένει στήν ἀγάπη καί τήν ἀσκεῖ συνεχῶς, μένει μαζί μέ τό Θεό καί ὁ Θεός μένει μαζί του»(ΔΘ, 74).


<>



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Γίνε ἡ ἀλλαγή πού θέλεις νά δῆς στόν κόσμο.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Τό αὐτί ἐκείνου πού ξέρει πραγματικά νά ἀκούη λέγεται Καρδιά.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Αὐτό πού ἔχει σημασία δέν εἶναι νά κάνης πολλά, ἀλλά νά βάλης πολλή ἀγάπη σέ αὐτό πού κάνεις.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Τά εὐτυχισμένα σπίτια χτίζονται μέ τούβλα ὑπομονῆς.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Τά λουλούδια σέ μαθαίνουν νά λές πράγματα
εὐγενικά καί μέ χαμηλή φωνή.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Εὐλογημένοι εἶναι ἐκείνοι πού βλέπουν ὄμορφα πράγματα σέ ταπεινά μέρη ὄπου οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι δέν βλέπουν τίποτε.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἄν δέν μπορῆς νά πετάξης, τότε τρέξε,
ἄν δέν μπορῆς νά τρέξης, τότε περπάτα, ἀν δέν μπορῆς νά περπατήσης, τότε σύρσου, ἀλλά ὅ,τι κι ἄν κάνεις, πρέπει νά συνεχίσης νά προχωρᾶς μπροστά.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ποτέ μήν φοβάσαι τίς σκιές.
Σημαίνει ὅτι κάπου κοντά, ὑπάρχει φῶς πού φωτίζει.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἡ ζωή εἶναι σάν τριαντάφυλλο, ἀκόμα καί μέ τά ἀγκάθια του, παραμένει ἕνα ὑπέροχο λουλούδι.

Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com

<>





«Πρόσεχε τί σπέρνεις τώρα.
Ἄν σπείρης ἐντιμότητα, θά θερίσης ἐμπιστοσύνη.
Ἄν σπείρης καλοσύνη, θά θερίσης φίλους.
Ἄν σπείρης ταπεινοφροσύνη, θά θερίσης μεγαλεῖο.
Ἄν σπείρης ἐπιμονή, θά θερίσης νίκη.
Ἄν σπείρης στοχασμό, θά θερίσης ἁρμονία.
Ἄν σπείρης σκληρή δουλειά, θά θερίσης ἐπιτυχία.
Ἄν σπείρης συγχώρησι, θά θερίσης συμφιλίωσι.
Ἄν σπείρης εἰλικρίνεια, θά θερίσης καλές σχέσεις.
Ἄν σπείρης ὑπομονή, θά θερίσης βελτίωσι.
Ἄν σπείρης πίστι, θά θερίσης θαύματα.
Αν σπείρης ἀνεντιμότητα, θά θερίσης δυσπιστία.
Ἄν σπείρης ἐγωισμό, θά θερίσης μοναξιά.
Ἄν σπείρης περηφάνια, θά θερίσης καταστροφή.
Ἄν σπείρης ζήλια, θά θερίσης ταλαιπωρία.
Ἄν σπείρης ὀκνηρία, θά θερίσης στασιμότητα.
Ἄν σπείρης πικρία, θά θερίσης ἀπομόνωσι.
Αν σπείρης πλεονεξία, θά θερίσης ἀπώλεια.
Ἄν σπείρης κακολογία, θά θερίσης ἐχθρούς.
Ἄν σπείρης στενοχώριες, θά θερίσης ρυτίδες.
Ἄν σπείρης ἁμαρτίες, θά θερίσης ἐνοχές.
Πρόσεχε, λοιπόν, τί σπέρνεις τώρα. Αὐτό θά καθορίση τί θά θερίσης αὔριο»(Σαλπίσματα ἀληθείας - ψυχοφελείς δημοσιεύσεις, https://www.facebook.com).
Ἕνα περιστατικό ἀπ᾽ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ ὡς Θείου Βρέφους:
Ὅταν ἡ ἁγία οἰκογένεια διέφυγε ἀπ᾽ τό ξίφος τοῦ Ἡρώδη καί πορευόταν στήν Αἴγυπτο, ἐμφανίστηκαν καθ᾽ ὁδόν κάποιοι ληστές, μέ πρόθεσι νά κατακλέψουν τούς ὁδοιπόρους.
Ὁ δίκαιος Ἰωσήφ ὁδηγοῦσε τό γαϊδουράκι, πάνω στό ὁποῖο ἦταν φορτωμένα τά λίγα ὑπάρχοντά τους καί ὅπου ἐπέβαινε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, κρατώντας στό στῆθος της τόν Υἱό της.
Οἱ ληστές ἄρπαξαν τό γαϊδουράκι μέ σκοπό νά τό ὁδηγήσουν μακρυά, καί ἔνας ἀπ᾽ αὐτούς πλησίασε τη Μητέρα τοῦ Θεοῦ γιά νά δῆ τί κρατοῦσε κατάστηθα. Μόλις ἀντίκρισε τόν Χριστό-νήπιο, ἐξεπλάγη ἀπ᾽ τήν ἀσυνήθιστη ὀμορφιά του καί τότε, μέσα στήν ἔκπληξί του, ἀναφώνησε:
Καί ὁ Θεός ἄν ἔπαιρνε σάρκα ἀνθρώπινη, δέν θά μποροῦσε νά εἶναι πιο ὄμορφος ἀπ᾽ αὐτό τό παιδί. Κατόπιν ὁ ληστής πρόσταξε τούς συνεργούς του νά μήν ἀρπάξουν τίποτε ἀπ᾽ αὐτούς τούς ὁδοιπόρους.
Ἔμπλεως εὐγνωμοσύνης πρός τόν γενναιόδωρο αὐτό ληστή, ἡ Παναγία Θεοτόκος τοῦ εἶπε:
—Γνώριζε ὅτι τό Παιδί αὐτό θά σέ ἀνταμείψη μέ ἀνταμοιβή μεγάλη, ἐπειδή ἐσύ σήμερα τόν προστάτευσες.
Τριάντα τρία χρόνια ἀργότερα ὁ ἴδιος ἄνθρωπος κρεμόταν στό σταυρό, γιά τά παραπτώματά του, ἐσταυρωμένος ἐκ δεξιῶν τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Τό ὄνομά του ἦταν Δυσμάς καί τό ὄνομα τοῦ ἄλλου, ἐξ᾽ ἀριστερῶν, ληστή ἦταν Γεστάς.
Βλέποντας ὁ Δυσμάς τό Δεσπότη, τόν ἀθῶο καί ἁναμάρτητο Ἰησού Χριστό, ἐσταυρωμένο, μετανόησε γιά κάθε κακό πού εἶχε κάνει στή ζωή του. Ὅταν ὁ Γεστάς βλασφήμησε ἐναντίον τοῦ Κυρίου, ὁ Δυσμάς τόν ὑπερασπίστηκε λέγοντας: “οὗτος δέ οὐδέν ἄτοπον ἔπραξε”(Λκ 23, 41).
Ὁ Δυσμάς ἑπομένως ἦταν ὁ σοφός ληστής στόν ὁποίο εἶπε ὁ Χριστός μας: “ἀμήν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ”(Λκ 23, 43).
Ὁ Κύριος χάρισε τόν Παράδεισο σ᾽ αὐτόν πού τοῦ χάρισε τη ζωή ὅταν ἦταν Παιδί.

Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς»(Σαλπίσματα ἀληθείας - ψυχοφελείς δημοσιεύσεις, https://www.facebook.com).




<>





«Κάποτε, καθώς περνοῦσε ἔξω ἀπό ἕνα σπίτι, εἶδε ἀπ τό ἀνοιχτό παράθυρο τό νοικοκύρη νά κάθεται στό τραπέζι καί νά τρώη μέ τή γυναίκα του καί τά παιδιά του. Φαίνονταν πολύ φτωχοί.
Παρατήρησε, ὄμως, ὅτι δίπλα σέ καθένα ἀπό τά μέλη τῆς οικογένειας παραστεκόταν κι ἀπό ἔνας ὡραίος καί λαμπροφορεμένος νέος.
—Ἄλλο καί τούτο!, μονολόγησε παραξενεμένος ὁ ὅσιος. Οἱ καθισμένοι εἶναι φτωχοί. Τί λέω φτωχοί; Πάμφτωχοι. Καί οἱ ὄρθιοι, οι διακονητές τους, εἶναι... λαμπροποφορεμένοι!
Την ἀπορία τοῦ ἔλυσε ὁ Κύριος, πού τοῦ ἐξήγησε τό παράδοξο θέαμα: Οἱ νέοι ἐκεῖνοι ἦταν ἄγγελοι. Αὐτοί στέλνονται ἀπ᾽ τό Θεό γιά νά παραστέκουν τούς Χριστιανούς τήν ὥρα τοῦ φαγητού.
Ἄν, τρώγοντας λένε λόγια ὠφέλιμα καί κατανυκτικά, οἱ ἄγγελοι χαίρονται καί ἐυφραίνονται μαζί τους.
Ἄν ὅμως ἀκουστῆ στό τραπέζι ἀισχρολογία ή κατάκριση, παρευθύς, ὄπως ὁ καπνός διώχνει τίς μέλισσες, ἔτσι καί ὁ κακός λόγος διώχνει τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ.
Καί μόλις φύγουν οι ἄγιοι ἄγγελοι, ἔρχεται ἔνας ζοφερός δαίμονας καί κυλιέται ἀνάμεσα στούς φλύαρους καί λοίδορους συνδαιτημόνες, σκορπίζοντας γύρω τοῦ καπνιά καί δυσωδία.
Ἀπ᾽ τά λόγια λοιπόν καί τίς συζητήσεις τῶν Χριστιανῶν στό τραπέζι, ἐξαρτάται ἡ παρουσία εἶτε τῶν ἀγγέλων τοῦ φωτός εἶτε τῶν πνευμάτων τοῦ σκότους.
Χάρι σ᾽ ὅλες αὐτές τίς διδαχές καί ἀποκαλύψεις του, ὁ ὅσιος εἶχε γίνει γνωστός σέ ἀρκετούς, πού ἔτρεχαν νά τόν ἀκούσουν καί νά ωφεληθοῦν. Μερικοί μάλιστα τόν τιμοῦσαν σάν ἅγιο.
Κάποια μέρα λοιπόν τόν ἐπισκέφθηκε κι ἔνας ἀδελφός, πού διψοῦσε νά μάθη πολλά ἀπ᾽ αὐτόν. Καί σέ μιά στιγμή, καθώς συζητοῦσαν, τοῦ λέει:
—Πάτερ, ἀπορῶ μαζί σου, πώς δέν ὑπερηφανεύεσαι, πού τόσοι σέ τιμοῦν καί σέ παινεύουν;
—Μά δέν ξέρεις παιδί μου πῶς;
—Ὄχι, πάτερ. Ἄν τό ήξερα, δέν θά ρωτοῦσα τήν ἁγιωσύνη σου.
—Ἔ, τότε ἄκουσε. Δυό καί τρεις καί τέσσερεις φορές κάθε μέρα φέρνω στό νοῦ μου τίς ἁμαρτίες μου, πού ἔκανα τόν καιρό τῆς ἀποστασίας μου. Καί ὅσο τίς σκέφτομαι, τόσο σπαράζει ἡ ψυχή μου, γιατί , χωρίς ἀμφιβολία, δέν βρίσκω πώς ἔκανα ποτέ κάτι ἀρεστό στό Θεό.
Ὅταν πάλι ἀκούω κανένα ἔπαινο γιά μένα, ἐξουθενώνω καί τόν ἑαυτό μου καί τόν ἔπαινο.
Ἐσύ, λόγου χάρι, μ᾽ ἐπαινεῖς μιά-δυό φορές τήν ἑβδομάδα; Ἐγώ, ὅμως, ἀπό τήν ἄλλη, ἀδιάκοπα βρίζω τόν ἑαυτό μου καί τόν ἐξευτελίζω καί τόν σιχαίνομαι σάν ψόφιο σκυλί, σκουληκιασμένο καί βρωμισμένο.
Νά γιατί, λοιπόν, δέν ὑπερηφανεύομαι.

Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος - Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς»(http://amfoterodexios.blogspot.com/2022/02/blog-post_13.html).




<>





«Θά σᾶς πῶ γιά ἕνα χαρακτήρα πραγματικοῦ συζύγου, πού πάρα πολύ δύσκολα τόν συναντοῦμε στίς μέρες μας. Ἐμείς γνωρίσαμε ὅμως ἕνα.
Κατά πάντα τέλειος χαρακτήρας, Χριστιανός, πλήρως κοινωνικός. Ἄργησε νά παντρευτῆ, σχεδόν στά τριάντα του, ὄχι γιατί ἀποστρεφόταν, ἀλλά νόμιζε ὅτι ἔτσι ἔπρεπε. Καί τότε ἔκανε τήν προσευχούλα τοῦ μέ πίστη καί βρῆκε μιά κορούλα καί παντρεύτηκε. Ἡ κορούλα ἦταν μικρή, δέκα χρόνια μικρότερη ἀπ᾽ αὐτόν.
Μόλις τήν παντρεύτηκε ἄρχισε αὐτή νά κάνη ἀταξίες. Ἔκανε πώς δέν ἔβλεπε αὐτός, νόμιζε πώς εἶναι κορούλα του καί αὐτός πατέρας της. Εἶχαν, ὅμως, ἐπιχειρήσεις μεγάλες στό ἐξωτερικό καί ἔπρεπε κατ᾽ ἀνάγκη νά πᾶνε ἐκεῖ, ἔστω καί προσωρινά. Τήν παίρνει λοιπόν καί ἔφυγαν. Ὅταν πῆγαν ἐκεῖ αὐτή πείσμωσε.
Λέει: “Για νά μέ χωρίση ἀπ᾽ τό περιβάλλον μοῦ τό ἔκανε. Ἐγώ θά τόν ἀφήσω”. Λοιπόν, τόν παρατάει καί ἔφυγε. Ἔρχεται στήν Ἑλλάδα καί ποῦ πάει; Σ᾽ ἕνα ἀπό αὐτά τά “καζίνα” καί ζοῦσε ως ἐλεύθερη γυναῖκα ἐπί ἀμοιβή.
Αὐτός, ἀπ᾽ τήν ἡμέρα πού ἔφυγε δέν ἔπαυε κάθε μέρα νά κάνη προσευχή μέ δάκρυα καί νά ἐπιμένη, νά ἐκβιάζη τό Θεό:
“Πανάγαθε δέν ὑποχωρῶ, δέν θά Σ᾽ ἀφήσω, ἐσύ μοῦ ἔδωσες τή γυναίκα μου. “Παρά Κυρίου ἀρμόζεται ἀνδρί γυνή”. Θέλω τή σύζυγό μου. Ἄν πλανήθηκε ἡ κορούλα πρέπει νά χαθῆ; Γιατί ἦρθες Ἐσύ στή Γῆ; Δέν ἦρθες νά ἀνεύρης τό ἀπολωλός, νά θεραπεύσης τόν ἄρρωστο, νά ἀναστήσης τόν νεκρό; Δέν ὑποχωρῶ, δέν θά Σ᾽ ἀφήσω ήσυχο. Θέλω τή γυναίκα μου, νά μοῦ τή φέρης πίσω!”
Ἔκλαιγε ἐπί δύο χρόνια. Ἐπέδρασε ἡ προσευχή καί τελικά ἦρθε στόν ἑαυτό της. “Πώ, πώ”, ὁμολογοῦσε, “πρέπει νά κάνη ὁ Θεός ἄλλη κόλασι, γιατί αὐτή εἶναι γιά μένα μικρή!”. Πιάνει καί τοῦ γράφει ἕνα γραμματάκι καί τοῦ λέει: “Δέν τολμῶ νά σέ ὀνομάσω, δέν ἔχω θέσι. Ἄν ἐπιστρέψω, μέ δέχεσαι σάν ὑπηρέτρια;”.
Ἀπαντάει αὐτός: “Ἀγάπη μου, γιατί εἶπες αὐτή τή λέξι καί μέ πλήγωσες; Δέν σέ ἔστειλα γιά διακοπές καί περιμένω μέ λαχτάρα τήν ἀγάπη μου νά ἔρθη στήν ἀγκαλιά μου;”. Πῆγε, λοιπόν, τήν περίμενε στό ἀεροδρόμιο, ὄπως συννενοήθηκαν.
Ὅταν βγῆκε αὐτή ἔξω καί τόν εἶδε ἔπεσε κάτω καί ἄρχισε νά χτυπιέται μέ κλάματα. Τήν πῆρε στήν ἀγκαλιά του. “Ἀγάπη μου, γιατί κάνεις ἔτσι καί μέ πληγώνεις; Σέ περίμενα μέ λαχτάρα. Πᾶμε στό σπίτι μας, δέν χωρίσαμε ποτέ. Πάντοτε μαζί σου ἤμουν”.
Με αὐτή τή στοργή καί τρυφερότητα ἔφτασε ἡ νύκτα. Μόλις ἔκλεισε τά μάτια του, ὁ ἥρωας αὐτός τῆς αὐτοθυσίας καί τῆς ἀγάπης, “ἠρπάγη εἰς θεωρίαν καί ἀνῆλθε μέχρι τρίτου οὐρανού”. Δέν μποροῦσε νά περιγράψη καί νά διηγηθῆ ὄσα ἡ Θ. Χάρις τόν ἀξίωσε. Εἶδε τις χορεῖες τῶν Ἁγίων, τά “μένοντα ἀγαθά τῶν σεσωσμένων” καί ὅλη τή θεία ἀγάπη πού τόν κρατοῦσε σέ ἔκστασι.
Τότε πραγματικά ἐλεεινολόγησα τήν ἀθλιότητά μου καί εἶπα: καυχάσαι μάταια, καλόγερε, γιά τή ζωή σου, ἐνῶ αὐτός μέ μία θυσία ἀνέβηκε μέχρι “τρίτου οὐρανοῦ”. Ἰδού ἕνα παράδειγμα καί μία εἰκόνα τοῦ πραγματικοῦ συζύγου καί ἀνδρός.
Και ἀπεδείχθη ὕστερα ὅτι ἔγινε πιστή σύζυγος αὐτή ἡ κορούλα. Αὐτή εἶναι ἡ θέσι τοῦ ἄνδρα, τοῦ συζύγου. Ἄμα οι σύζυγοι εἶναι τέτοιοι, δεῖξε μου ποιά γυναῖκα εἶναι κακή;

Γέροντος Ἰωσήφ Βατοπαιδινοῦ»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/02/blog-post_718.html).




<>






«Ὁ Ἅγιος Senan τῆς Ἰρλανδίας (†544) πήγε κάποτε στό σπίτι ἑνός ἄξιου ἄνδρα γιά νά ζητήση ἕνα ρόφημα γιατί ἦταν πολύ κουρασμένος καί διψασμένος λόγο τοῦ ταξιδιοῦ του. Μία γιορτή εἶχε προετοιμαστῆ σέ αὐτό τό σπίτι γιά τόν βασιλιά αὐτῆς τῆς ἐπικράτειας. Ἀρνήθηκαν νά δώσουν κάτι στόν Ἅγ. Senan καί αὐτός βγῆκε ἀπ᾽ τό σπίτι χωρίς νά φάη ἤ νά πιῆ κάτι. Μετά ἀπό λίγο ἔφτασε ὁ βασιλιάς σέ αὐτό τό μέρος γιά νά καθίση νά φάη. Μόλις τοῦ εἶπαν πώς τό φαγητό καί ἡ μπύρα εἶχαν τοποθετηθῆ στό τραπέζι, εἶδε τό ἑξῆς: Τό νερό ἦταν βρόμικο καί τά φαγητά ἦταν ὅλα χαλασμένα. Οἱ παρευρισκόμενοι ξαφνιάστηκαν ἀπό αὐτό τό γεγονός. Ὁ βασιλιάς εἶπε:
—Μήπως ἔφυγε κανείς ἀπό ἐδῶ ἀφοῦ πρῶτα ἀρνήθηκαν νά τοῦ προσφέρουν φαγητό καί μπύρα; 
Οἱ παρευρισκόμενοι παραδέχτηκαν πώς εἶχαν διώξει κάποιον προηγουμένως χωρίς νά τοῦ δώσουν φαγητό ἤ ποτό. Εἶπε ὁ βασιλιάς:
—Στεῖλτε κάποιον νά πάη νά βρη αὐτόν τόν ἄνδρα, γιατί αὐτός ὁ ἄνδρας ἔχει τή Χάρι τοῦ Θεοῦ. 
Βρῆκαν τόν Ἅγ. Senan καί τόν ἔφεραν στό σπίτι. Ὁ Ἅγιος εὐλόγησε τό φαγητό καί τήν μπύρα καί ὅλα ἐπανῆλθαν στήν κανονική τους κατάστασι ἀποκτώντας τήν κανονική τούς γεύσι. Ὅλοι ὅσοι εἶδαν αὐτό τό θαῦμα ἐνθουσιάστηκαν.
Ἀπ᾽ τό βιβλίο τοῦ Lismore, σ. 205».





<>




«Οἱ Ἁγίες Ethna καί Sodelb τῆς Ἰρλανδίας (†6ος αἰ.) οἱ ὁποίες φρόντιζαν τόν μικρό Χριστό εἶναι θαμμένες κοντά στήν περιοχή Swords τῆς Ἰρλανδίας. Ὁ Χριστός συνήθιζε νά τίς ἐπισκέπτεται μέ τή μορφή βρέφους γιά νά τόν φροντίσουν.
Τό ἴδιο περιστατικό συναντάμε καί στό βίο τῆς Ἁγ. Ita τοῦ Killeedy τῆς Ἰρλανδίας (†570). Μετά ἀπό ἐπιθυμία τῆς Ἁγίας ὁ Χριστός τήν ἐπισκέφτηκε μέ μορφή βρέφους γιά νά τόν φροντίση.
Ἀπ᾽ τό Μαρτυρολόγιο τοῦ Oengus, 29 Μαρτίου, σ. 103».




<>






«Σ᾽ ἕνα χωριό κτιζόταν μιά ἐκκλησία κι ὁ καθένας βοηθοῦσε ὄπως μποροῦσε.
Ὅποιος εἶχε ζῶο τό διέθετε γιά νά κουβαλάη πέτρες καί ὅσοι ἦταν γεροί δούλευαν.
Στό χωριό ἦταν καί μιά γιαγιά πολύ φτωχή, πού δέν εἶχε τίποτε νά δώση γιά τό ναό. Πονοῦσε ἡ ψυχή της γι᾽ αὐτό καί καθώς περνοῦσαν τά ζῶα πού κουβαλοῦσαν τις πέτρες, μάζευε χορταράκια καί τούς τά ἔριχνε νά τά τρῶνε νά παίρνουν δυνάμεις.
Ὅταν τελείωσε ὁ ναός, ἔκαναν τά ἐγκαίνια καί σέ μιά ἐπιγραφή ἔγραψαν τό ὄνομα τοῦ Δεσπότη.
Συνέβαινε, ὅμως τό ἐξής: Μόλις γραφόταν τό ὄνομα τοῦ Δεσπότη καί ἔβαζαν τήν ἐπιγραφή, τήν ἄλλη μέρα ἔβρισκαν σβησμένο τό ὄνομά του καί γραμμένο τό ὄνομα τῆς γιαγιᾶς.
Αὐτό ἔγινε τρεῖς φορές. Ἀποροῦσαν ὅλοι καί φώναξαν τήν γιαγιά. Ὅταν ἐκείνη πῆγε στό ναό, τήν ρώτησαν: 
—Γιαγιά, τί στό καλό ἔκανες ἐσύ καί γράφεται τό ὄνομά σου στήν πλάκα, ἐνώ ἐμείς ἔχουμε χαράξει τό ὄνομα τοῦ Δεσπότη;
—Καλό; Μα τί καλό νά κάνω ἐγώ, παιδί μου, ἡ φτωχή.
Ἐκείνοι ὅμως ἐπέμεναν.
Τότε σκέφτηκε ἡ γιαγιά καί τούς ἀποκρίθηκε: 
—Δέν ἔκανα τίποτε, παιδιά μου. Μόνο πού ὄταν ἔβλεπα τά ζῶα πού κουβαλοῦσαν τίς πέτρες γιά τό ναό, καιγόταν ἡ ψυχή μου γιατί δέν μποροῦσα νά προσφέρω τίποτε, ἔτσι μάζευα χόρτα καί τά ἔριχνα στά ζώα. 
Κι ὅμως, αὐτά τά λίγα χόρτα τῆς γιαγιᾶς ἔπιασαν τόσο τόπο ὄσο δέν ἔπιασε κανενός ἄλλου ἡ προσφορά, γιατί ἦταν πηγαία, ταπεινή καί κρυφή.

Ἅγ. Γεώργιος Καρσλίδης

Πηγή: Ρωμιοί τοῦ Βορρᾶ»(Σαλπίσματα ἀληθείας - ψυχοφελεῖς δημοσιεύσεις, https://www.facebook.com).



<>




«Τό πιό σημαντικό μέρος τοῦ σώματος μας... - Διδακτική ἱστορία
Κάποτε μέ ρώτησε ἡ μητέρα μου, διηγεῖται κάποιος, ποιό κατά τή γνώμη μου ἦταν τό πιό σημαντικό μέρος στό σῶμα μας.
Στήν ἀρχή νόμισα ὅτι βρῆκα εὐκολα τήν ἀπάντησι καί ἔτρεξα στή μητέρα μου ὄλο χαρά. Εἶχα ἀνακαλύψει τή μαγεία καί τήν ὀμορφιά τῶν ἤχων καί τῆς εἶπα:
—Νομίζω πώς εἶναι τά αὐτιά, μέ τά ὁποῖα ἀκούμε. 
Ἐκείνη μέ διόρθωσε:
—Ὄχι, μου εἶπε, ὑπάρχουν τόσοι ἄνθρωποι πού δέν ἀκοῦνε, γιατί εἶναι κουφοί, γύρω μας.
Συνέχισα νά σκέφτομαι τήν ἐρώτησι μεγαλώνοντας. Ὅταν συνειδητοποίησα πόσο φοβερό δῶρο εἶναι ἡ ὅρασι καί τί μεγάλες δυνατότητες ἔχει, ἔτρεξα στή μητέρα μου μᾶλλον σίγουρος αὐτή τή φορά, καί τῆς εἶπα:
—Μᾶλλον εἶναι τά μάτια μας πού βλέπουμε, τό σημαντικότερο μέρος στό σῶμα μας.
Μέ κοίταξε μέ ἀγάπη ἡ μητέρα μου, χάρηκε πού ἀσχολοῦμαι μέ τό ἐρώτημά της καί κάνω καί μεγάλη πρόοδο, ἀλλά καί πάλι μέ διόρθωσε:
—Ὄχι, δέν εἶναι τά μάτια. Χιλιάδες ἄνθρωποι στόν κόσμο μας εἶναι τυφλοί. Προσπάθησε ἀκόμα.
Προσπάθησα κι ἄλλες φορές καί ἡ μητέρα μου ἔβλεπε ὅτι ὡριμάζω καί προοδεύω, ἀλλά ὅσες φορές κι ἄν ἐπανήλθαμε στό θέμα αὐτό, δέν κατάφερα νά βρῶ τή σωστή ἀπάντησι. Πέρυσι πέθανε ὁ παπποῦς μου.
Ὅλοι μας πονέσαμε καί κλάψαμε. Ἀκόμα καί ὁ πατέρας μου ἔκλαψε, καί τό λέω αὐτό γιατί ἄλλη μιά φορά μόνο τόν εἶχα δεῖ νά κλαίη στή ζωή μου. Ξαφνικά ἀκούω τή μητέρα μου:
—Ξέρεις ποιό εἶναι τό πιό σημαντικό μέρος στό σῶμα μας;, μέ ρώτησε τότε ἡ μητέρα μου κι ἐγώ παραξενεύτηκα, γιατί πάντα νόμιζα ὅτι ἦταν ἔνα ἀστεῖο ἀνάμεσά μας καί τίποτε παραπάνω.
Μέ εἶδε πού παραξενεύτηκα καί μέ πῆρε κοντά της. 
—Αὐτό πού θά σοῦ πῶ ἀγόρι μου εἶναι πολύ σημαντικό, μοῦ εἶπε, καί θέλω νά τό κρατήσης μέσα στήν ψυχή σου. Λοιπόν, τό πιό σημαντικό μέρος στό σῶμα σου εἶναι ὁ ὦμος σου. Καί δέν εἶναι γιατί κρατάει τό χέρι σου στή θέσι του καί μπορεῖ νά κινῆται, ἀλλά γιατί μπορεῖ νά κρατήση τό κεφάλι ἑνός πονεμένου ἀγαπημένου σου τήν ὥρα πού κλαίει. Ὅλοι μας θά χρειαστοῦμε ἕνα ὦμο νά γείρουμε καί νά ἀκουμπήσουμε τήν ὥρα τῆς θλίψεως καί τοῦ πόνου, ἀγόρι μου. Σοῦ εὔχομαι νά ἔχης πάντα στή ζωή σου ἕνα τέτοιο ὦμο, γεμάτο παρηγοριά γιά κείνους πού θά κλάψουν καί θά ᾽χουν ἀνάγκη τόν ὦμο τῆς ἀγάπης σου γιά νά γείρουν. Ὅταν θά τό ἔχης καταλάβει αὐτό πού σοῦ λέω καί θά συμφωνῆς, τότε θά εἶναι σημάδι ὅτι ἔχεις μεγαλώσει ἀρκετά καί ὅτι ζῆς σωστά τή ζωή σου. Οἱ ἄνθρωποι θά ξεχάσουν αὐτά πού ἔλεγες... Οἱ ἄνθρωποι θά ξεχάσουν αὐτά πού ἔκανες... Ἀλλά ποτέ δε θά ξεχάσουν πῶς τούς ἔκανες νά αἰσθάνονται»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/02/blog-post_696.html).



<>




«Ζοῦσε στό Γκίζη ἔνας 75χρονος Ἑλληνορώσος, ὁ Χαρίλαος, πού καθημερινῶς κατέβαινε μέ τά πόδια ἀπ᾽ τό Γκίζη στήν ἀγορά.
Καθῶς κατέβαινε τό δρόμο, ἀπό ὅπου περνοῦσε βλασφημοῦσε τά Θεία καί ἔβριζε τούς πάντες καί τά πάντα, προκαλῶντας φασαρία καί ταραχή στήν περιοχή. Αὐτό γινόταν κάθε μέρα! 
Κάποια μέρα καθῶς κατέβαινε τό δρόμο, ὁ μπάρμπα Θεόδωρος, πού εἶχε ἕνα κατάστημα μέ ξηρούς καρπούς, τοῦ ἔκανε νόημα νά ἔρθη στό κατάστημα, γιά νά ἔπιναν ἕνα καφέ. Πῆγε ὁ Χαρίλαος, κάθισε καί πάνω στή συζήτησι τοῦ λέει ὁ μπάρμπα Θεόδωρος: 
—Τί εἶναι αὐτό πού κάνεις κάθε πρωί; Εἶναι ντροπή μας, γιατί κάποτε καί ἐγώ τά ἔφτιαχνα αὐτά. Δέν νομίζεις, ὅτι στήν ἡλικία πού βρισκόμαστε, πρέπει νά ἀλλάξουμε; 
Καί τοῦ λέει ὁ Χαρίλαος: 
—Ἐγώ δέν μπορῶ νά ἀλλάξω! Ἐγώ ἔχω κάτι μέσα μου, δέν ξέρω τί εἶναι, πού μέ ὠθῆ νά κάνω καί νά λέω αὐτά πού βλέπεις, χωρίς νά τό θέλω. Καί μοῦ φαίνονται ὅλοι καί ὅλα διεφθαρμένα καί στραβά...
—Ἄν θέλης νά βοηθηθῆς, τοῦ εἶπε ὁ μπάρμπα Θεόδωρος, νά πᾶς νά ἐξομολογηθῆς στόν π. Καρελά. 
Πέρασαν 3-4 μέρες καί παραδόξως ὁ Χαρίλαος δέν ἐμφανίστηκε νά περνάη ἀπ᾽ τό δρόμο, ὅπως συνήθιζε. Τήν 5η, ὅμως, μέρα ἐμφανίζεται στό κατάστημα, ἱματισμένος καί σωφρωνημένος. 
Μόλις τόν εἶδε ὁ μπάρμπα Θεόδωρος μέ αὐτή τήν σοβαρότητα τοῦ λέει:
—Ἔλα τί ἔγινε καί χάθηκες; Πῆγες ἐκεῖ πού σοῦ εἶπα; 
—Πῆγα τήν ἴδια μέρα πού μοῦ εἶπες στόν συγκεκριμένο ἱερέα καί ἐξομολογήθηκα. Καί ὅταν τελείωσα μετά ἀπό 2,5 ώρες μοῦ εἶπε ὁ π. Καρελάς: “Μήν φοβᾶσαι! Ἕλα τήν Κυριακή στήν ἐκκλησία, γιά νά σοῦ βάλω ἕνα χωροφύλακα μέσα σου καί τότε δέν θά μπορῆς πιά, νά κάνης τίποτε, ἀπό αὐτά πού ἔκανες”. Πράγματι τήν Κυριακή πῆγα στήν ἐκκλησία καί Κοινώνησα καί ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἔφυγαν οἱ μουσαφιραίοι πού ἦταν μέσα μου! Ὁ χωροφύλακας πού ἔλαβα δηλ. ὁ Χριστός, μοῦ άλλαξε τή φύσι καί δέν μπορῶ ἄλλο νά βλασφημήσω! Δέν μπορῶ ἄλλο νά βρίσω! Καί ντρέπομαι τώρα, καθώς σκέφτομαι τι ἔλεγα καί τι ἔκανα τόσο καιρό... Κατάλαβα πόση μεγάλη δύναμι ἔχει ὁ Χριστός!!!...

  †Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/11/75.html).


<>



«Ὁ γυιός μου, δυστυχῶς ἦταν ψυχρός ὥς πρός τήν πίστι. Ἐγώ τόν ἔβλεπα, ὑπέφερα, ἀλλά δέν μποροῦσα νά κάνω τίποτε. Μόνο προσευχόμουν. 
Ὅταν παντρεύτηκε, τοῦ πῆρα μιά εἰκόνα τῆς Παναγίας καί τοῦ τήν χάρισα γιά νά τήν βάλη σπίτι του. Ἀρνήθηκε νά τήν πάρη!
—Ποιός θά σέ προστατεύη παιδί μου;, τόν ρώτησα μέ πόνο.
—Δέν θέλω προστασίες!, ἦταν ἡ ἀπάντησί του.
Τότε πού ἦταν οἱ δρόμοι κλεισμένοι ἀπ᾽ τό μπλόκο τῶν ἀγροτῶν, χρειάστηκε νά ταξιδέψη, γιά τίς ἀνάγκες τῆς δουλειᾶς του. Τόν συμβούλεψα νά εἶναι προσεκτικός, γιατί φοβόμουν, ἔτσι πού ἦταν νευρικός, νά μήν μπλεχτῆ σέ καμμιά φασαρία. Μοῦ ἀπάντησε:
—Ἐγώ μάνα, θά περάσω, ὅ,τι καί νά γίνη!
“Παναγία μου, φώτισέ το”, εἶπα μέσα μου καί τοῦ ἔβαλα στό αὐτοκίνητο μπροστά μιά χάρτινη εἰκονίτσα τῆς Παναγίας, πού εἶχα πάρει ἀπ᾽ τό Μοναστήρι τῆς Παναγίας Βαρνάκοβας, στήν τελευταία ἐπίσκεψί μου. Αὐτή τή φορά, ὁ γυιός μοῦ παραδόξως δέν ἀντέδρασε...
Ὅταν γύρισε ἀπ᾽ τό ταξίδι, φαινόταν βαθιά συγκλονισμένος. Μέ φανερή συγκίνησι καί μέ ταπεινή φωνή μοῦ διηγήθηκε:
—Στό δρόμο Ἀθηνών-Λαμίας, μιά βαρυφορτωμένη νταλίκα, πού εἶχε καταφέρει νά παρακάμψη τά ἐμπόδια, ξαφνικά παρέκλινε πρός τήν λωρίδα τή δικιά μου, ἐνῶ συγχρόνως ἔτρεχε μέ μεγάλη ταχύτητα. Ἐγώ σέ ἐκεῖνο τό σημεῖο, δέν εἶχα καθόλου περιθώριο νά ξεφύγω. Ἡ ἀπόστασι πού μᾶς χώριζε ἦταν ἐλάχιστη. Καί νά φρενάριζε ἡ νταλίκα, δέν προλάβαινε νά σταματήση ἔγκαιρα. Ἐγώ πάγωσα!!! Κατάλαβα πώς ἡ ζωή μου τελείωνε. Τό μόνο πού πρόλαβα ἦταν νά φωνάξω: “Παναγία μου!!!”.
Τότε συνέβη τό ἑξῆς καταπληκτικό: Ἡ χάρτινη εἰκόνα τῆς Παναγίας, πού μοῦ εἶχες βάλει μάνα στό αὐτοκίνητο, σηκώθηκε στόν ἀέρα, στροβιλίστηκε καί κόλλησε στό παρ-μπρίζ, μέ πρόσωπο κατά ἔξω! Συγχρόνως ἡ νταλίκα σέ μιά ἀπόστασι ἐνάμισυ μέτρο περίπου, σταμάτησε ἐπί τόπου! Κυριολεκτικά καρφώθηκε μέ ἔνα φοβερό τράνταγμα! Κατέβηκε τρομαγμένος ὁ ὁδηγός τῆς νταλίκας καί μοῦ λέει συγκλονισμένος: 
—Ποιός μέ σταμάτησε φίλε μου; Μέ τό φορτίο πού ἔχω, δέν σταματοῦσα μέ τίποτε! 
Ἐγώ τρέμοντας ἀπ᾽ τήν ταραχή μου, γύρισα καί εἶδα τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, πού ἦταν ἀνεξήγητα ἀκόμα κολλημένη στό παρ-μπρίζ. Σήκωσα τό χέρι καί τοῦ τήν ἔδειξα, λέγοντάς του: 
—Η Παναγία μᾶς ἔσωσε!
Ἀπό τότε ὁ γυιός μου ἔγινε πιστός Χριστιανός, χάρι τῆς Παναγίας, τήν ὁποία ὑπερευχαριστώ!!!...
(Ἀληθινή μαρτυρία)»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/11/blog-post_935.html).



<>




«Ἡ νηστεία τῶν τροφῶν
εἶναι γιά ὅσους μποροῦν.
Ἡ νηστεία τῆς κακίας
καί τῶν ἀδυναμιῶν
εἶναι γιά ὅλους»(http://amfoterodexios.blogspot.com/2021/11/blog-post_20.html).



<>




«“Ποιός σοῦ ἔμαθε τήν εὐχή;”,
ρώτησε ἕνας μοναχός
τόν συνασκητή του.
“Ὁ διάβολος!
Ἐκεῖνος μέ πολεμοῦσε
μέ λογισμούς,
ἐγώ ἀντιστεκόμουν
μέ τήν εὐχή,
κι ἔτσι τήν ἔμαθα καλά”»(http://amfoterodexios.blogspot.com/2021/11/blog-post_21.html).



<>



«Ὅσοι ἀγαποῦν
οὔτε ἀπατοῦν
οὔτε ἀπαιτοῦν
οὔτε ἐπαιτοῦν»(http://amfoterodexios.blogspot.com/2021/11/blog-post_135.html).


<>




«Δασκάλα ἔβαλε στά παιδιά μιά ὄμορφη Χριστουγεννιάτικη ἐργασία:
Νά φτιάξουν μιά Χριστουγεννιάτικη φάτνη καί νά προσθέσουν στά ἤδη ὑπάρχοντα ἅγια πρόσωπα, ὅποιο γνωστό τους πρόσωπο θέλουν.
Μιά μαθήτρια (ΣΤ´ Δημοτικοῦ) πρόσθεσε τή μητέρα της, λέγοντας στήν καθηγήτρια, ὅτι τήν τοποθέτησε δίπλα στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ γιατί ἦταν ἐκείνη, πού τῆς γνώρισε τό Χριστό.
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/11/blog-post_444.html).




<>




«Ὁ Σπυρίδων εἶναι φοιτητής σέ Παν/μιο τῶν Ἀθηνῶν.
Ἐργάζεται τρία πρωϊνά τῆς ἑβδομάδος καί δύο ἀπογεύματα.
Τά χρήματα τά παραδίδει στήν πολύτεκνη μητέρα του. 
Τά ὑπόλοιπα πέντε ἀδέλφια τόν ἔχουν πρότυπο.
Τούς μετακινεῖ καθημερινά μέ τό μικρό αὐτοκίνητό του στίς διάφορες ἀπογευματινές δραστηριότητες.
Τό Σάββατο καθαρίζει τό μικρό μαγαζάκι τοῦ πατέρα του.
Τήν Κυριακή ἀπ᾽ τό πρωΐ βρίσκεται στό ναό του καί βοηθᾶ στό ἱερό βῆμα.
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/11/blog-post_638.html).




<>




«Εἶναι “καραμέλα“”, πού πιπιλίζεται ἀπό πολλούς.
Τό λένε νομίζοντας, ὄτι κάνουν... βαρυσήμαντη δήλωσι:
—Ἐγώ πιστεύω,
Ἀλλά... Τό ἔχω μέσα μου.
Μήν μοῦ λες γιά ἐκκλησίες καί παπάδες καί νηστεῖες.
Ἐδῶ τά χαλάμε. Ἐκκλησία δέν πηγαίνω ποτέ. Ἀλλά πάντως πιστεύω...
Χιλιοειπωμένες κοινοτυπίες, πού δυστυχῶς πολλοί τίς λένε.
Καί ἔχουν μάλιστα τήν ἰδέα, ὄτι πρωτοτυποῦν.
Ἔχουν τήν πεποίθησι, ὄτι λέγοντάς τες ἀποκαλύπτουν... ὀξύτητα νοημοσύνης και... βάθος σοφίας δυσθεώρητον.
Τό τί, ὄμως, στήν πραγματικότητα ἀποκαλύπτουν, μποροῦμε νά τό ἀντιληφθοῦμε σαφέστερα μέ μιά ἀπλή εἰκόνα.
Φαντασθεῖτε ἕνα ἄρρωστο, νά ἐγκωμιάζη μέ τά θερμότερα λόγια τόν γιατρό του, νά τόν διαβεβαιώνη μέ τά κολακευτικότερα ἐπίθετα γιά τό θαυμασμό του καί τήν ἐκτίμησί του στίς ἰκανότητές του καί στά προσόντα του, νά τοῦ περιγράφη μέ πειστικότητα τήν εἰλικρίνεια τῶν αἰσθημάτων ἀγάπης καί ἐμπιστοσύνης στό πρόσωπό του.
Καί ὕστερα, ἀφοῦ φεύγει ὁ γιατρός, καί ὁ ἀσθενής μένει μέ τήν συνταγή τοῦ γιατροῦ του, πού ἐπιβάλλεται νά ἀσκηθῆ στήν περίπτωσί του, προκειμένου νά ἀποκατασταθῆ ἡ ὑγεία του, νά τήν πετάη στά σκουπίδια, χωρίς νά δίνη τήν παραμικρή σημασία στό περιεχόμενό της χωρίς νά ἐφαρμόζη τίποτε ἀπολύτως ἀπό ὅ,τι αὐτή ὀρίζει.
Ἐρώτημα: Ποιά ἡ ὠφέλεια ἀπ᾽ τά ἐγκώμια στό γιατρό, ἄν δέν ἐφαρμόση τήν ἀγωγή πού χρειάζεται, γιά νά ἀποκατασταθῆ ἡ ὑγεία του;
Ἁπλούστατα. Ὅσο “καλά λόγια” κι ἄν εἶπε γιά τόν γιατρό, ἄν δέν ὑπακούση στή συνταγή του, ἀντί νά θεραπευθῆ, θά ἐπιδεινωθῆ ἡ κατάστασί του.
Κατά ἀνάλογο τρόπο δέν ἔχουν καμμιά σημασία, καί καμμιά ἀπολύτως ὠφέλεια, oἱ... δηλώσεις περί πίστεως καί οἱ “καλές ἰδέες” περί Θεοῦ, χωρίς ἐφαρμογή τῆς “συνταγῆς”, πού καθορίζει ἀναλυτικά τήν ἀναγκαία “ἀγωγή” πρός σωτηρία, πού μᾶς ἄφησε ὁ Μεγάλος ἰατρός Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, χωρίς τήν συγκεκριμένη “ἀγωγή”, πού λέγεται Μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, καί χωρίς τά συγκεκριμένα “φάρμακα” καί “νυστέρια”, πού λέγονται προσευχή καί νηστεία, ὁ ἄνθρωπος δέν λυτρώνεται ἀπ᾽ τά πάθη του, ἡ καρδιά του δέν ἀναγεννάται καί δέν ἀνακαινίζεται.
Ἡ ὕπαρξί του δέν μεταμορφώνεται.
Ἀντί, λοιπόν, νά δυσφοροῦμε γιά τίς “δυσκολίες” τῆς γνήσιας ἐν Xριστῷ ζωῆς, ὄπως τά μικρόμυαλα καί ἀνόητα παιδάκια στήν πικράδα τοῦ φαρμάκου, ἄς θελήσουμε νά ἀντιληφθοῦμε τή σοφία καί τό ρεαλισμό τοῦ λόγου τοῦ Ἁγ. Ἰσαάκ τοῦ Σύρου:
“Αἱ ἐντολαί τοῦ Θεοῦ ὑπέρ πάντας τούς θησαυρούς τοῦ κόσμου”.

http://apantaortodoxias.blogspot.com/2009/05/blog-post_05.html



<>




«Ὁ π. Γεράσιμος Ἴσκου γεννήθηκε στίς 21 Ἰανουάριου 1912 στό Μπακάου τῆς Ρουμανίας. 
Μπῆκε στή Μονή Μπαγδάνα ὥς δόκιμος ἀπό νεαρή ἡλικία. 
Τό 1937 ἦταν ἡγούμενος στή Μονή Ἄρνοτα. Τό 1943 ἔγινε ἡγούμενος στή Μονή Τισμάνα.
Μέ τή καθίδρυσι τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος στή Ρουμανία καί τήν ἔναρξι τοῦ διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἡ Μονή Τισμάνα γίνεται ἕνας ἀπ᾽ τούς σημαντικούς πυρῆνες ἀντικομμουνιστικῆς δράσεως.
Συνελήφθη στίς 26 Σεπτέμβρη 1948.
Στίς φυλακές τῆς Κραϊόβας ὅπου γίνεται ἡ “δίκη” του, παρά τά βασανιστήρια, δέν προδίδει κανένα. 
Ἀπό ἐκεῖ τόν μεταφέρουν στό τρομερό Ἀϊούντ ὅπου τόν ἀνάγκασαν νά βγάλη τό μοναχικό τοῦ ἔνδυμα (στή Κραϊόβα του τό ἐπέτρεψαν).
Στή φυλακή ὁ π. Γεράσιμος γαληνεύει τίς ψυχές τῶν κρατουμένων μέ τή δύναμι τῆς πίστεως. Τό μεγαλύτερο “ὅπλο” του ἦταν ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ. 
Ἐκτός ἀπ᾽ τά βασανιστήρια τούς ὑποχρέωναν στίς πιό δύσκολες καί ταπεινωτικές ἐργασίες. Οἱ φύλακες πού εἶχαν διαλέξει ἦταν ἀπ᾽ τούς πιό σκληρούς καί πιό ἄπιστους ἀνθρώπους.
Ἀνάμεσα στούς βασανιστές ξεχώριζε γιά τή σκληρότητά του κάποιος Βασιλεσκου, ποινικός κρατούμενος, ὁ ὁποῖος μέ θέρμη εἶχε ἀγκαλιάσει τήν “ἀναδιαπαιδαγώγησι” (δηλαδή τή μετατροπή σέ κομμουνιστικό ἄνθρωπο).
Οἱ ἱερεῖς πού εἶχαν φυλακιστῆ στό Κανάλι ἦταν ἕνα παράδειγμα ταπεινοφροσύνης καί ἀντοχῆς γιά τούς ἄλλους κρατουμένους.
Παίρνοντας τεράστια ρίσκα καί πληρώνοντας μέ τό αἷμα τους, κάθε μέρα τελοῦσαν τή Θ. Λειτουργία, φέρνοντας τό Χριστό στή μέση τῆς κολάσεως.
Τήν περίοδο πού ἦταν στό Κανάλι ὁ π. Γεράσιμος ἀρρώστησε ἀπό φυματίωσι καί τόν πῆγαν στό νοσοκομεῖο τῶν φυλακῶν τῆς Τίργκου-Ὄκνα. 
Τόν μετέφεραν στό δωμάτιο 4 ὅπου βρίσκονταν οἱ ἑτοιμοθάνατοι. Ἡ ἰατρική περίθαλψι ἦταν ἀνύπαρκτη, γιά φάρμακα οὔτε λόγος. 
Ὅσοι κρατούμενοι εἶχαν ἰατρικές γνώσεις βοηθοῦσαν τούς φυματικούς ρισκάροντας τήν ὑγεία τους .
Τό δωμάτιο 4 ἦταν πάντα γεμάτο, ἔτσι ὥστε σέ κάθε κρεββάτι βρίσκονταν 2-3 ἀσθενεῖς . 
Ὁ π. Γεράσιμος βρισκόταν στό ἴδιο κρεββάτι μέ τό στρατηγό Τουτιρέσκου, τόν ὁποῖο γύρισε στήν ἀληθινή πίστι.
Ὁ π. Γεράσιμος Ἴσκου, ὁ ὁποῖος ἔλαμπε ἐπειδή εἶχε τή Χάρι τοῦ Θεού, προγνώριζε τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του καί παρακάλεσε νά τοῦ πλύνουν τό σῶμα (κατά τό σύνηθες).
Πρίν ἐγκαταλείψη τόν κόσμο τοῦτο, ὅμως, ἔκανε μιά χειρονομία πού ἔδειξε στούς γύρω του τό μέγεθος τῆς ἁγιοσύνης του. 
Ὁ Βασιλέσκου ὁ βασανιστής του ἔφθασε καί αὐτός στό νοσοκομεῖο, ἄρρωστος ἀπό φυματίωσι. 
Στίς 25 Δεκεμβρίου 1951, ὁ π. Γεράσιμος σηκώθηκε ἀπό τό κρεββάτι του μέ πολύ δυσκολία καί πῆγε στό προσκέφαλο τοῦ Βασιλέσκου ὁ ὁποῖος βρισκόταν στό ἴδιο δωμάτιο. 
Μέ ἀγάπη Χριστιανική, τοῦ ἔπλυνε τό πρόσωπο καί τοῦ εἶπε: “Ἡσύχασε εἶσαι νέος καί δέν ἤξερες τί κάνεις. Σέ συγχωρῶ μέ ὅλη μου τήν καρδιά. Ἀφοῦ συγχωροῦμε ἐμεῖς τότε σίγουρα καί ὁ Χριστός πού εἶναι πιό καλός ἀπό ἐμᾶς θά σέ συγχωρέση”.
Τόν ἐξομολόγησε καί τόν κοινώνησε. 
Μετά ὁ π. Γεράσιμος γύρισε στό κρεββάτι του καί παρακάλεσε νά τοῦ διαβάσουν τίς προσευχές καί παρέδωσε τή ψυχή του ἀκούγοντας ἀγγελικούς ὕμνους. 
Τήν ἴδια νύχτα, τή νύχτα τῶν Χριστουγέννων, ὁ π. Γεράσιμος καί ὁ Βασιλέσκου ἔφυγαν μαζί γιά τόν Κύριο. 
Ὅπως ἀκριβῶς ὁ ληστής στό σταυρό πού γνώρισε τό Θεό καί μετανόησε γιά τίς πράξεις του.
Τά σώματά τους τά πέταξαν οἱ κομμουνιστές, ὅπως συνήθιζαν, γιά νά κρύβουν τά ἐγκλήματά τους, στούς κοινούς λάκκους τῶν φυλακῶν τῆς Τίργκου-Ὄκνα.
Πραγματικά ὁ βίος τῶν νεομαρτύρων τῶν κομμουνιστικῶν φυλακῶν εἶναι τό Νέο Πατερικό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ταπεινωμένοι, στριμωγμένοι, φριχτά βασανισμένοι, ἀντί γιά μίσος ἔδειχναν ἀτελείωτη ἀγάπη.
Ἀκόμη καί ἕνα ὑψηλόβαθμο στέλεχος τῆς (διαβόητης ὑπηρ. ἀσφαλείας) “σεκιουριτάτε” ἔγραψε στά ἀπομνημονεύματά του, ὅτι σιγουρα στίς φυλακές ὑπῆρχε ὁ Χριστός, ἀλλιῶς δέν ἀξηγεῖται πώς κράτησαν τήν πίστι τους μετά ἀπό τόσα βασανιστήρια.
Πηγή: www.hotnews.ro»(https://proskynitis.blogspot.com/2009/12/blog-post_24.html).



<>


Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση:

50. Ἀλέξανδρος Τσιριντάνης: «Ὥς τώρα Κύριε, στή ζωή μου τά ἔκανα θάλασσα! Ἀλλά, ξέρω ὅτι αὐτή εἶναι ἡ δουλειά Σου. Νά κάνης τή θάλασσα στεριά. Πάρε, λοιπόν καί τή ζωή μου νά τήν κάνης στεριά, ὥστε νά περάση ἀπό πάνω μου τό ὄχημα τῆς βασιλείας Σου. Ὁ πόθος τῆς ψυχῆς μου εἶναι ἕνας: Ἄχ, καί νά ἐρχόταν ἡ βασιλεία Σου κάποτε ἐδῶ πέρα! Ἔστω καί σάν ὄνειρο τό λέω, ἔστω καί σάν χίμαιρα! Ἀλλά τό λέω καί σάν πόθο. Χιμαιρικό πόθο, ἀλλά πόθο. “Ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου”! Αὐτός Κύριε, εἶναι ὁ μοναδικός μου πόθος»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

51. «Τά θαύματα δέν ἔχουν καμμιά σημασία ἄν δέν ὑπάρχη βαθειά ἀγάπη στό Χριστό καί ταπεινοφροσύνη.
“Ποιό πρᾶγμα”, ρωτᾶ ἕνας πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, “ἔκανε τούς ἁγίους; Τά θαύματα; Ὄχι. Ἀλλά ἡ ἀρετή”.
Καί μιά ἄλλη μέρα, κηρύττοντας, εἶπε στό ἀκροατήριό του: “Ἄν σᾶς ἄφηναν νά ἐκλέξετε ἀνάμεσα στή δυνατότητα νά μεταβάλετε τά χόρτα τῶν ἀγρῶν σέ χρυσό καί στήν ἐξουσία νά ποδοπατῆτε τό χρυσό σάν τά χόρτα, μή διστάσετε νά διαλέξετε τό δεύτερο”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

52. Ὁ π. Φιλόθεος Ζερβάκος θυμᾶται: «Τά ἔτη 1906-7 ὑπηρετοῦσα τή στρατιωτική μου θητεία καί συνδέθηκα μέ κάποιο νέο ἀπό ἕνα χωριό τῆς Ἀκαρνανίας. Μέ αὐτόν συνυπηρετούσαμε καί, ὅταν δέν εἴχαμε στρατιωτικά γυμνάσια, μελετούσαμε τήν Ἁγία Γραφή καί παρακολουθούσαμε κηρύγματα, τά ὁποῖα ἔκαναν οἱ ἀείμνηστοι θεολόγοι κληρικοί Εὐσέβιος Ματθόπουλος, Πανάρετος Δουληγέρης, Τιμόθεος Ἀναστασίου καί ἄλλοι, λαϊκοί θεολόγοι (Γαλανός, Διαλεισμᾶς, Χριστογιαννόπουλος). Πηγαίναμε τακτικά καί σέ ἀγρυπνίες, πού γίνονταν στό παρεκκλήσι τοῦ προφήτη Ἐλισσαιέ. Ἐκεῖ λειτουργοῦσαν οἱ ἱερεῖς παπα-Ἀντώνιος (ἐφημέριος τότε τοῦ Ἁγίου Νικολάου στά Πευκάκια) καί ὁ παπα-Νικόλαος Πλανᾶς, αὐτός ὁ ἁπλός καί ἀκέραιος, ὁ ἄκακος καί ἡσύχιος. Ἔψαλλαν οἱ Σκιαθίτες καθηγητές, λογογράφοι καί δημοσιογράφοι Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης καί Παπαδιαμάντης. Ὅταν ἔφθασε ὁ καιρός νά ἀπολυθοῦμε, ἀποφασίσαμε μαζί νά πάρουμε τό μοναχικό σχῆμα καί νά γίνουμε στρατιῶτες τοῦ ἐπουρανίου Βασιλιᾶ μας. Τρεῖς μέρες πρίν ἀπ᾽ τήν ἀναχώρησί μας γιά τό Ἅγιο Ὄρος ὁ φίλος μου ἀθέτησε τήν ὑπόσχεσί του καί μοῦ λέει:
—Ἐγώ σκέφθηκα νά μήν ἔλθω στό Ἅγιο Ὄρος. Ἀποφάσισα νά νυμφευθῶ τήν κόρη τοῦ Ἱερέα τῆς πατρίδος μου καί νά γίνω ἔγγαμος Ἱερέας.
—Εἶσαι ἐλεύθερος, τοῦ εἶπα· καί ὡς Ἱερέας μπορεῖς νά ὑπηρετήσης τήν Ἐκκλησία... Ὁ Κύριος εἶπε: “ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν” καί δέν βιάζει κανένα ἄνθρωπο. Ἐξέτασε τή συνείδησί σου καί κάνε ὅ,τι σοῦ λέει. Μόνο πρόσεξε μήν πέσης σέ καμμία παγίδα τοῦ διαβόλου. Κι ἐγώ ἐκεῖ πού θά πάω φοβᾶμαι, γιατί ὁ πειρασμός παντοῦ βρίσκεται, ἀλλά περισσοτέρους πειρασμούς ἔχει ὁ κόσμος.
Ἀποχαιρετισθήκαμε καί ἐγώ ἦλθα κι ἔγινα Μοναχός στήν Ἱ. Μ. Λογγοβάρδας μέ τή συμβουλή τοῦ πνευματικοῦ μας πατέρα, ἀειμνήστου Ἁγίου Νεκταρίου, πού ἦταν τότε διευθυντής τῆς Ριζαρείου Σχολῆς. Ὁ συνάδελφός μου ἀναχώρησε γιά τήν πατρίδα του, ἀλλά δέν κατάφερε νά λάβη σύζυγο τήν κόρη τοῦ Ἱερέως καί αὐτοχειροτονήθηκε λαϊκός ἱεροκήρυκας· ἔκανε μάλιστα καί δώδεκα μαθητές, ὅπως ὁ Χριστός. Κάποτε τόν ἐξαπάτησε τό δόλιο φίδι, δηλαδή ὁ διάβολος, καί ἀνέβηκε μέ τούς μαθητές του σέ μία κορυφή κάποιου βουνοῦ. Ἐκεῖ μίλησε στούς μαθητές του γιά τήν πίστι καί στό τέλος τῆς ὁμιλίας εἶπε: “Ὅποιος ἔχει πίστι, μπορεῖ νά μπαίνη στή φωτιά καί νά μήν καίγεται, νά περπατᾶ πάνω στή θάλασσα καί νά μή βουλιάζη, νά ρίχνεται ἀπό ψηλά καί νά μένη ἀβλαβής. Γιά νά βεβαιωθῆτε ὅτι αὐτά τά ὁποῖα σᾶς λέω εἶναι ἀληθινά, δεῖτε. Ἐπειδή ἔχω πίστι, θά πέσω ἀπ᾽ αὐτό τό ὕψος μέ τό σταυρό στά χέρια μου καί δέν θά πάθω κανένα κακό”. Ρίχθηκε, λοιπόν, στό γκρεμό καί σκοτώθηκε. Κατέβηκαν οἱ μαθητές του καί βρῆκαν τά μέλη του σκορπισμένα, σύμφωνα καί μέ τό λόγο τοῦ Δαυΐδ: “Θά σκορπισθοῦν τά ὀστά αὐτοῦ μέσα στόν Ἅδη”(Ψ 140, 7)»(ΔΠ 68).

53. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Οἱ φτωχοί μιμούμενοι τούς πλουσίους γίνονται φτωχότεροι καί οἱ πλούσιοι μιμούμενοι τούς φτωχούς, γίνονται πλουσιότεροι»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Μερικοί αὐστηροί ζηλωτές τῆς ἠθικῆς τελειότητος μοιάζουν μέ τόν ἐκκλησιαζόμενο, πού σπεύδει ἀπό ζῆλο νά σβύση ἕνα κερί πού στάζει. Καί μέ τήν ἀδεξιότητά του γκρεμίζει ὁλόκληρο τό μανουάλι»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

54. Ἀναφέρει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Ἕνας ἰνδικός μύθος λέει ὅτι σέ κάποιο βασιλιά οἱ ὑπήκοοί του πρόσφεραν κάθε μέρα ἕνα δῶρο. Οἱ πλούσιοι βαρύτιμο. Οἱ φτωχοί λιτότερο. Ἕνας μυστηριώδης καλόγερος τοῦ ἔφερνε ἕνα σκέτο μῆλο. Οἱ ἀκόλουθοι τοῦ βασιλιά τό πετοῦσαν περιφρονητικά στό ὑπόγειο. Κάποια μέρα, ὅμως, ὁ πίθηκος πού συνόδευε τόν Ἰνδό μονάρχη, ἅρπαξε τό μῆλο καί τό δάγκωσε. Κατάπληκτοι εἶδαν ὅτι τά δόντια τοῦ πιθήκου προσέκρουσαν σ᾽ ἕνα διαμάντι κρυμμένο στό μῆλο. Ἔτρεξαν στό ὑπόγειο καί ἀνάμεσα στό σωρό ἀπ᾽ τά σαπισμένα μῆλα, ἔλαμπε ἕνας θησαυρός ἀπό διαμάντια. Ἔτσι καί γιά μᾶς. Κάθε μέρα ὁ Θεός μᾶς προσφέρει ἕνα ἀνεκτίμητο διαμάντι. Τήν ὑγεία. Ἄλλοι τήν πετοῦν σάν φτηνό μῆλο, τή σπαταλοῦν. Ἄλλοι, ὅμως, τή χαίρονται. Εὐλογοῦν τό Θεό που τούς τή χαρίζει καί τήν ἀξιοποιοῦν, δαπανώντας τη σέ ἔργα ἀγάπης»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

55. Γράφει ὁ Frank Mangs: «Ὅταν ὁ καπετάνιος Riiser Larsen, στό ἀερόστατο τῆς Νορβηγίας, πού πετοῦσε πάνω ἀπ᾽ τό Βόρειο Παγωμένο Ὠκεανό, εἶχε καθίσει στό πηδάλιο περισσότερο ἀπό ἕνα εἰκοσιτετράωρο συνέχεια, ἦταν στό τέλος τόσο κουρασμένος, πού τό νευρικό του σύστημα ἀρνιόταν νά κάνη κάθε κίνησι.
Ὁ Amundsen ἦταν στήν καμπίνα ὁδηγήσεως καί κατεύθυνε τήν πορεία. Ξαφνικά εἶδε ὅτι τό ἀερόστατο ἔγερνε μέ τήν πλώρη του πρός τά κάτω στόν πάγο καί κατέβαινε πρός τήν καταστροφή. Ἔδωσε διαταγή στό πηδάλιο νά ἐπανέλθη ἡ πορεία καί νά ὑψωθῆ, ἀλλά δέν ἔγινε τίποτε. Ἐπανέλαβε τή διαταγή, ἀλλά καί πάλι χωρίς θετικά ἀποτελέσματα. Ὁ Riiser Larsen, πού καθόταν στό πηδάλιο, ἄκουσε τή διαταγή. Εἶχε παραλύσει ἀπ᾽ τήν κούρασι καί παραλίγο τό μεγάλο ἀερόστατο θά συντριβόταν στόν πάγο. Ἔχουμε ἀκούσει καί ἐμεῖς τοῦ Κυρίου τά λόγια πολλές φορές. Ἔχουμε ἀντιληφθῆ τήν ἐντολή Του. Ὁ Θεός μᾶς ἔχει μιλήσει. Μᾶς διέταξε νά πάρουμε τό πηδάλιο καί νά ὑψώσουμε τήν πορεία μας. Ἀλλά δέν ἀντέχουμε νά ἐκτελέσουμε τή διαταγή. Ἔχουμε ἀκούσει ὅλα τά λόγια Του, ἀλλά ἀκριβῶς ὅπως τά ἀκούει κανείς στόν ὕπνο... Ὁ Θεός ἔχει κάνει κάθε προσπάθεια, γιά νά μᾶς ξυπνήση»(ΑΛ 35).

56. Helen Keller (τυφλή καί κωφάλαλη): «Ἡ πίστι εἶναι δύναμι, ὄχι ἄνεσι»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

57. Μικρές ἀλήθειες: «Πολλοί περνοῦν τή ζωή τους μετρώντας τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, μέ ἀποτέλεσμα νά πέφτουν στήν πρώτη λακκούβα τῆς γῆς»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Θυμήσου, νά ξεχνᾶς»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ἄν γλυστρήση τό πόδι σου μπορεῖς νά ἐπανακτήσης τήν ἰσορροπία σου. Ἀλλά ἄν γλυστρήση ἡ γλῶσσα σου δέν μπορεῖς νά ἐπαναφέρης τά λόγια σου»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

58. Διαβάζουμε: «Κύριε, ὕψωσέ μας πάνω 
ἀπ᾽ τή λύπη, πού μᾶς κάνει νά ἐπικεντρωνόμασθε μόνο στούς ἑαυτούς μας, 
ἀπό τήν τεμπελιά, πού μᾶς κλείνει στή χλιαρή της ἀγκαλιά, 
ἀπ᾽ τή δειλία, πού στρέφει τά μάτια μας μακρυά ἀπό κάποιο τόν ὁποῖο οἱ ἄλλοι κοροϊδεύουν, 
ἀπ᾽ τήν ἁμαρτία, πού μᾶς δεσμεύει ὁδηγώντας μας σέ εὔκολους δρόμους, 
ἀπ᾽ τό ἄσχημο βλέμμα ἤ τίς κακές λέξεις τίς ὁποῖες κάποιος μᾶς ἔρριξε ἤ μᾶς εἶπε μέ σκληρότητα, 
ἀπ᾽ τόν ἐγωϊσμό, πού μᾶς κάνει νά ξεχνᾶμε τούς ἀδελφούς καί τίς ἀδελφές μας πού δέν ἔχουν ψωμί ἤ ἐλπίδα, 
ἀπ᾽ τή βαθιά λύπη πού μᾶς ἀποδυναμώνει. 
Ἐξύψωσέ μας, Κύριε! 
Θά προχωρήσουμε στή ζωή μέ Σένα στό πλευρό μας»(ΙΣ  61).

59. «Ὁ Rommel, ἀφοῦ ἐγκατέστησε τή διμοιρία του, ἑτοιμαζόταν νά κοιμηθῆ, ὅταν διατάχθηκε νά παρουσιασθῆ στό διοικητή τοῦ Συντάγματός του. Ὁ συνταγματάρχης Χάας τόν διέταξε νά μεταφέρη διαταγή του στό 1ο Τάγμα, τό ὁποῖο καί καλοῦσε νά ἑνωθῆ μέ τό Σύνταγμα. Μέ τό λοχία Γκέλτς καί ἄλλους δύο στρατιῶτες ὁ Rommel ξεκίνησε τήν ἐπικίνδυνη νυκτερινή του πορεία μέ ὁδηγό μιά πυξίδα. Ἡ μικρή ὁμάδα, ἀφοῦ μέ δυσκολία διέσχισε ἕνα κατάφυτο λόφο, πλησίασε πρός τό Βιλανκούρτ. Στό βάθος, νοτιοανατολικά, ἡ πυρκαγιά πού εἶχε προκαλέσει τό γερμανικό πυροβολικό στό γαλλικό ὀχυρό τοῦ Λονγκβύ ἔδινε στή νύκτα μιά παράξενη ἀνταύγεια. Σποραδικοί πυροβολισμοί ἀπ᾽ τά προκεχωρημένα φυλάκια ἔδωσαν στό Rommel νά καταλάβη ὅτι πλησίαζε στόν τομέα τοῦ 1ου Τάγματος. Ὁ κίνδυνος ἦταν μεγάλος. “Ἄλτ! Τίς εἶ;”, ἀντήχησε μέσα στή νύκτα ἡ βαρειά φωνή τοῦ σκοποῦ. “Προχώρα στό παρασύνθημα!”. Κανείς δέν ἤξερε, ὅμως, τά συνθηματικά. Οὔτε ὁ συνταγματάρχης Χάας εἶχε ἐνημερώσει γι᾽ αὐτά τό Rommel. Ψύχραιμα πάντως ὁ νεαρός ἀνθυπολοχαγός ἀπάντησε: “Ἀνθυπολοχαγός Rommel, τοῦ 7ου Λόχου τοῦ 2ου Τάγματος”. Ἦταν τυχερός. Ὁ σκοπός τόν γνώριζε καί τούς ἄφησε νά περάσουν»(ΘΕ 8).
Ὁ Χριστός μᾶς γνωρίζει χωρίς τό παρασύνθημα τό δικό μας.

60. «Στόν καπετάν Γιάννη ἀπέμεινε ἕνα μεγάλο καΐκι γιά μεταφορές ἐμπορευμάτων καί ἐπιβατῶν. Κάποιοι κακοί Ἕλληνες κατήγγειλαν στίς γερμανικές ἀρχές κατοχῆς ὅτι τό καΐκι αὐτό μετέφερε Ἕλληνες πατριῶτες μέσῳ Τουρκίας στή Μέση Ἀνατολή, στόν ἐκεῖ ἀνασυγκροτούμενο ἑλληνικό στρατό. Ἔτσι, λοιπόν, τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, τό 1943, οἱ Γερμανοί συνέλαβαν τόν καπετάν Γιάννη καί τόν ἔκλεισαν στίς φυλακές Ἀβέρωφ, προκειμένου νά δικασθῆ μέ τήν κατηγορία αὐτή. Στό μεσοδιάστημα αὐτό συνέβη τό ἀκόλουθο περιστατικό. Ἕνα γερμανικό πολεμικό ἀεροπλάνο, προκειμένου νά προσγειωθῆ στό ἀεροδρόμιο τοῦ Ἑλληνικοῦ, ἔπεσε στή θάλασσα. Ἕνα ἁλιευτικό πλοιάριο πού βρισκόταν πλησίον ἔσπευσε καί διέσωσε τούς Γερμανούς πιλότους. Ὁ διοικητής τοῦ ἀεροδρομίου, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τούς Ἕλληνες ἁλιεῖς γιά τήν πρᾶξι τους, τούς ρώτησε ποιά χάρι θέλουν νά τούς κάνη κι ἐκεῖνοι αὐθόρμητα ζήτησαν τήν ἀποφυλάκισι τοῦ συντοπίτη τους καπετάν Γιάννη, πρᾶγμα τό ὁποῖο κι ἔγινε.
Σέ μιά ἐποχή δυστυχίας καί ἐλλείψεως τῶν πάντων, οἱ ἀνιδιοτελεῖς καί ἁπλοϊκοί αὐτοί ἄνθρωποι τό μόνο πού σκέφθηκαν ἦταν ἡ σωτηρία ἑνός ἀγαπητοῦ συμπατριώτη τους.
Μέσα στήν ἀγριότητα τοῦ πολέμου καί τῶν ἐσωτερικῶν ἀντιθέσεων, ὑπῆρξε μεταξύ τοῦ λαοῦ ἀνθρωπιά καί πράξεις ἀρετῆς καί ἀλληλεγγύης»(ΑΚ 274).

61. «Μερικές ἑκατοντάδες χιλιόμετρα πάνω ἀπ᾽ τά κεφάλια μας, περιστρέφεται ἀθόρυβα στό διάστημα ἕνα ἀπ᾽ τά ἐκπληκτικότερα ἐπιστημονικά ὄργανα τά ὁποῖα ἔχουν ποτέ κατασκευασθῆ —τό Διαστημικό Τηλεσκόπιο Hubble (ΔΤΧ). Κάθε μέρα μᾶς μεταφέρει εἰκόνες τοῦ σύμπαντος ἐξαιρετικῆς ὀμορφιᾶς, καθώς βυθίζει τό βλέμμα του βαθειά μέσα στό διάστημα, γιά νά κατασκοπεύση τά ἄστρα… καί τούς μακρυνούς γαλαξίες.
Δέν ἦταν πάντα ἔτσι· τό ΔΤΧ εἶχε καταστροφικό ξεκίνημα. Ὅταν ἐκτοξεύθηκε, τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1990, εἶχε ἐλαττωματική ὅρασι, ἐπειδή τό κύριο φωτοσυλλεκτικό κάτοπτρο εἶχε τροχισθῆ σέ λάθος σχῆμα. Τό κάτοπτρο ἀπεῖχε ἀπ᾽ τό προβλεπόμενο μόλις κατά τά δύο πεντηκοστά τοῦ πλάτους μιᾶς ἀνθρωπίνης τρίχας, αὐτό, ὅμως, ἀρκοῦσε, γιά νά θολώση τίς εἰκόνες, τίς ὁποῖες παρήγαγε τό ΔΤΧ.
Ἀλλά αὐτή ἀκριβῶς ἡ τελειότητα τῆς ἀτελείας τοῦ κυρίου κατόπτρου ἔκανε εὔκολη σχετικά, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ὀπτική, τήν ἐπιδιόρθωσί του. Τό Δεκέμβριο τοῦ 1993, ἀστροναῦτες σέ διαστημικό περίπατο συνέλαβαν τό ΔΤΧ σέ τροχιά, καί διόρθωσαν τό ἐλάττωμα στήν ὅρασί του. Τό τηλεσκόπιο ἄρχισε πλέον νά ἐκπληρώνη τήν ὑπόσχεσι τοῦ ἀνοίγματος ἑνός καινούργιου παραθύρου στό σύμπαν. Οἱ ἀποστολές συντηρήσεως, πού ἀκολούθησαν, πρόσθεσαν νέα ὄργανα, πού ἔχουν διευρύνει καί βαθύνει τή θέα ἀπ᾽ τό παράθυρο αὐτό»(ΔΤ 13).
Χρειάζεται συνεχής διόρθωσι τῆς πνευματικῆς ὁράσεώς μας.

62. «Οἱ δορυφόροι τοῦ Ἄρη ἀνακαλύφθηκαν ἀπό ἕναν Ἀμερικανό ἀστρονόμο, τόν Asaph Hall. Κάθε νύκτα, τό 1877, ἀγνάντευε μέ τό τηλεσκόπιό του τό διάστημα κοντά στόν Ἄρη καί δέν ἔβρισκε τίποτε. Τελικά τό πῆρε ἀπόφασι πώς δέν εἶχε κανένα νόημα νά συνεχίση. Εἶπε στή γυναῖκα του Angeline, τό γένος Stickney, ὅτι ἐγκατέλειπε τήν προσπάθεια. Αὐτή, ὅμως, τοῦ εἶπε: “Δοκίμασε ἀκόμα μιά νύκτα”. Τό ἔκανε καί ἀνακάλυψε τούς δορυφόρους. Τώρα ὁ μεγαλύτερος κρατήρας στό δορυφόρο Φόβο λέγεται Stickney πρός τιμήν τῆς γυναίκας πού παρότρυνε τό Hall νά συνεχίση τήν προσπάθεια»(ΜΓ 16).
Ἡ ἐπιμονή στά καλά φέρνει καρπούς.

63. «Ὅταν ἡ Μάχη τῆς Ἀγγλίας βρισκόταν στό ἀποκορύφωμά της [1940], ἡ ἑταιρεία ἀντιμετώπισε ἕνα ἀκόμη πιό δύσκολο πρόβλημα: τόν ἐντοπισμό ἑνός ραδιοφάρου, μέ τόν ὁποῖο οἱ Γερμανοί καθοδηγοῦσαν τά βομβαρδιστικά τους πρός τούς βρεταννικούς στόχους τους. Μετά ἀπό κάθε ἐπιδρομή, συγκεντρώνονταν ἀποσπασματικά καί συχνά ἀνακριβῆ στοιχεῖα ἀπό διαφόρους παρατηρητές, τά ὁποῖα παραδίδονταν στήν ὁμάδα τοῦ Leslie John Comrie. Ὕστερα ἀπό ἀρκετούς μῆνες μαθηματικῶν ὑπολογισμῶν ἰχνηλασίας πρός τά πίσω, πού γίνονταν πιό πολύπλοκοι λόγῳ τῆς ἀνεπαρκείας τῶν δεδομένων, ἡ ὁμάδα κατέληξε σέ μιά ἐκτίμησι γιά τή θέσι τοῦ ραδιοφάρου. Ἀμέσως ἀπογειώθηκε ἕνα ἀναγνωριστικό ἀεροπλάνο καί πραγματικά ἐντόπισε τόν καλά καμουφλαρισμένο φάρο σέ ἀπόστασι 100m ἀπ᾽ τό σημεῖο τό ὁποῖο εἶχε προβλέψει ἡ ὁμάδα του Comrie»(ΕΕ 13).
Οὐδέν κρυπτόν.

64. «Ὅταν δημοσιεύθηκε τό πρῶτο βιβλίο τοῦ Lombroso, ὁ Dr. Louis Adolph Bertillon, ὁ ὁποῖος ἀφιέρωσε τίς ἔρευνές του στή σύγκρισι καί τήν κατηγοριοποίησι τῆς μορφῆς καί τοῦ μεγέθους τοῦ κρανίου διαφορετικῶν φυλετικῶν τύπων, ἦταν πρόεδρος τῆς Ἀνθρωπολογικῆς Ἑταιρείας τοῦ Παρισιοῦ. Ὁ γυιός του Alphonse (1853-1914), ἀρχικά, δέν ἐνδιαφέρθηκε γιά τήν ἐργασία τοῦ πατέρα του. Ὡστόσο, ὅταν διορίσθηκε ὑπάλληλος στό τμῆμα ἀρχειοθετήσεως τῆς Ἀστυνομικῆς Διευθύνσεως, ἀντιλήφθηκε πώς οἱ μέθοδοι τῆς ἀνθρωπολογίας μποροῦσαν νά χρησιμοποιηθοῦν γιά τή σύνδεσι πρόσφατα συλληφθέντων μέ παλαιότερα ἀδικήματα. Ἕνας ἀπ᾽ τούς συνεργάτες τοῦ πατέρα του, ὁ Βέλγος στατιστικολόγος Lambert Quetelet, εἶχε δηλώσει πώς δέν ὑπάρχουν δύο ἄτομα, τά ὁποῖα νά ἔχουν ἀκριβῶς τόν ἴδιο συνδυασμό ἐξωτερικῶν μετρήσεων, καί ὁ νεαρός Bertillon πρότεινε ἕνα ἀνάλογο σύστημα ἐξακριβώσεως τῆς ταυτότητος στούς ἀνωτέρους του.
Ἔπειτα ἀπό σκληρή καί ἐπίμονη ἐργασία, ὁ Bertillon δημιούργησε ἕνα σύστημα ἀρχειοθετήσεως μέ 1.600 καταγραφές, πού παρέπεμπαν σέ μετρήσεις, τίς ὁποῖες εἶχε διεξαγάγει σέ συλληφθέντες ἐγκληματίες. Στίς 20 Φεβρουαρίου τοῦ 1883, εἶχε τήν πρώτη του ἐπιτυχία. Ἕνας ἄνδρας, ὁ ὁποῖος ὑποστήριζε πώς ὀνομαζόταν “Ντιπόντ”, παραπέμφθηκε σ᾽ αὐτόν, καί ἐκεῖνος, ἀφοῦ κατέγραψε τῆς ἐξωτερικές του μετρήσεις, ἄρχισε νά ψάχνη στά ἀρχεῖα του. Στό τέλος, ξεχώρισε μιά καταγραφή: “Εἶχες συλληφθῆ στίς 15 Δεκεμβρίου τοῦ περασμένου ἔτους”, ἀναφώνησε. “Τότε ἀποκαλοῦσες τόν ἑαυτό σου Μαρτέν”. Ἡ ἐπιτυχία του ἔγινε πρωτοσέλιδο στίς ἐφημερίδες τοῦ Παρισιοῦ καί, ὥς τό τέλος τοῦ ἔτους, ὁ Bertillon εἶχε προσδιορίσει τήν ταυτότητα περίπου 50 ἀμετανοήτων ἐγκληματιῶν, ἐνῶ τό 1884 πάνω ἀπό 300.
Οἱ ἀρχές τῆς Γαλλίας γρήγορα υἱοθέτησαν τό σύστημα τοῦ Bertillon (Bertillonage), ὁ ὁποῖος ἄρχισε τότε νά φωτογραφίζη τούς συλληφθέντες ὑπόπτους, καθώς καί τόν τόπο τοῦ ἐγκλήματος. Καθιέρωσε τή διαδικασία φωτογραφίσεως τῶν προσώπων, en face καί profile, καί εἰσήγαγε τό ἀποκαλούμενο “ὁμιλοῦν πορτραῖτο” (portrait parlé). Ἐπρόκειτο γιά ἕνα σύστημα περιγραφῆς τῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ προσώπου (μύτη, μάτια, στόμα, πηγούνι κ.ἄ.), τό ὁποῖο παραμένει ἡ βάσι τῆς “προσωπογραφίας” ἀτόμων ἀπό περιγραφές μαρτύρων, καθώς καί ἄλλων συγχρόνων συστημάτων ἐξακριβώσεως ταυτότητος»(ΠΕ 17).
Πλήρης ἐξακρίβωσι θά γίνη κατά τή Β´ Παρουσία.

65. Σημειώνει ὁ Ἀναστάσιος Τζαβάρας: «Εἴχαμε πάει μαζί σ᾽ ἕνα γυναικεῖο Μοναστήρι καί μιά καλόγρια, πού εἶχε πολύ ἐπιθυμία νά δῆ τόν Παππούλη Πορφύριο [Καυσοκαλυβίτη], ἔτρεξε κοντά του καί τοῦ ἔρριξε πάνω του ἕνα ροῦχο της, γιά νά πάρη εὐλογία.
Φεύγοντας, μοῦ λέει ὁ Παππούλης:
“Ξέρεις, παιδί μου, ὅταν μοῦ ἔρριξε αὐτή ἡ καλόγρια τό ροῦχο της ἐπάνω μου, αἰσθάνθηκα ὅτι μοῦ ἔφυγε μιά μεγάλη δύναμι ἀπό πάνω μου”»(ΓΠ 38).

66. Ἀναφέρει ὁ π. Ἰωακείμ Καραχρῆστος: «Λίγο πιό πάνω, καθώς ἀνεβαίναμε πρός τίς Καρυές, ἀκούσθηκε ἕνας θόρυβος μέσα ἀπ᾽ τά κλαδιά καί πετάχθηκε ἕνα μουλάρι μέ ἕνα καλόγηρο πάνω. Ἀφηνίασε τό ζῶο, ἴσως ἀπό κάποιο ἀγριογούρουνο, πού πέρασε ἀπό μπροστά του. Ὅρμησε στό δρόμο, καί ὁ μοναχός τραυματίσθηκε σοβαρά στό πρόσωπο ἀπ᾽ τά κλαδιά. Ἔτρεχαν τά αἵματα. Πήγαμε γρήγορα κοντά του —εἶχα κι ἄλλους μαζί μου— τόν βοηθήσαμε νά κατεβῆ ἀπ᾽ τό μουλάρι καί εἴδαμε ὅτι τό μάτι του εἶχε πάθει μεγάλη ζημιά. Ὁ βολβός εἶχε πεταχθῆ ἔξω! Τόν ἔπιασα μέ τά δάκτυλά μου καί τόν ἔβαλα πάλι μέσα. Γέμισε ἡ παλάμη μου αἵματα...
—Γέροντα, τοῦ λέω, ἔλα νά σέ πᾶμε γρήγορα στόν ἀγροτικό γιατρό, γιατί ἔχεις μεγάλη ζημιά στό μάτι σου.
Ἀπαθέστατος, μοῦ λέει:
—Μά, εὐλογημένε, τό σταύρωσα.
Σταύρωσε τό μάτι του· δηλαδή, ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω του.
—Γέροντα, τοῦ λέω, καλά ἔκανες. Ἡ θεία χάρι καί ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι δεδομένη, ὅμως καί οἱ γιατροί ἀπ᾽ τό Θεό εἶναι. Νά σέ πάω νά σοῦ τό πλύνη τουλάχιστον, νά σοῦ τό καθαρίση.
Ἐκεῖνος ἐπέμεινε:
—Ὄχι, εὐλογημένε. Δέν πιστεύεις;
Ἄρχισε νά μέ ἐλέγχη ὅτι δέν πιστεύω στό θαῦμα.
—Πιστεύω, τοῦ λέω, ἀλλά...
—Δέν ἔχει ἀλλά· μέ κόβει. Τό σταύρωσα, πάει καί τελείωσε.
Ἔφυγε. Ρώτησα ἐκεῖ κάποιον ποιός εἶναι καί, τόν ἑπόμενο χρόνο πού ἦλθα, τόν βρῆκα. Τό μάτι του εἶχε γίνει ἐντελῶς καλά. Τοῦ κάνω τήν ἀφελῆ ἐρώτησι:
—Γέροντα, μέ τό σταύρωμα ἔγινε καλά τό μάτι σου ἤ πῆγες καί στό γιατρό;
—Ἐσύ ἐκεῖ μέ τήν ἀπιστία σου, μοῦ ἀπάντησε! Ἀφοῦ σοῦ εἶπα ὅτι τό σταύρωσα. Τό ἔπλυνα καί μέ λίγο ἁγιασμό κι ἔγινε καλά. Ἔτσι ἔγινε καλά»(ΜΜ 52).

67. «“Κοιτάζει ὁ Θεός τό βουνό καί ἀναλόγως τοῦ βάζει τό χιόνι”. Αὐτή εἶναι ποντιακή παροιμία: “Τερεῖ ὁ Θεός τό ρασίν καί θέκ τό σόν”. Ψηλό βουνό, πολύ χιόνι· χαμηλό βουνό, λίγο χιόνι. Ἔτσι καί στή ζωή. Κοιτάζει ὁ Θεός τήν ἀντοχή μας καί βάζει ἀνάλογο βάρος. Ἀνάλογα βάσανα, ἀνάλογες δυσκολίες, ἀνάλογα ἐμπόδια. Τούς μεγάλους ἁγίους, τούς δυνατούς, τούς φόρτωσε μεγάλους σταυρούς ὁ Θεός. Ἐμᾶς τούς μικρούς καί ἀσήμαντους· μᾶς βάζει δυσκολίες στά μέτρα μας. Κατά τά μέτρα μας, λοιπόν, εἶναι στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός»(ΜΜ 177).

Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση (Διαχρονικό Ημερολόγιο), εκδ. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός


<>

Total Pageviews

Welcome...! - https://gkiouzelisabeltasos.blogspot.com